Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021

ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ 2

Κείμενο Νίκος Αϊβαλής, έρευνα Ελπίδα Ζωγραφίδου

Πελοπόννησος, ένας τόπος μοναδικός και ασυναγώνιστος σε ιστορία, θρύλους, μνημεία, ένας τόπος απίστευτης φυσικής ομορφιάς, με τεράστια βιοποικιλότητα, ένας τόπος ο οποίος δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από κανένα άλλο μέρος του κόσμου, αλλά όλοι οι άλλοι τόποι έχουν πολλά να ζηλέψουν από την πανέμορφη και ιστορική Πελοπόννησο. Σε όλα μας τα άρθρα γνωρίζουμε τον Μοριά απ' άκρη σ' άκρη, μέσα σε πολλά από αυτά τα οδοιπορικά μας, βλέπουμε πολλά είδη της πανίδας του τόπου, κάποια από τα οποία σίγουρα οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε, καθώς αποτελούν σπάνια ενδημικά είδη της Ελλάδος μας και της Πελοποννήσου. Πάμε να γνωρίσουμε κάποιους από τους κατοίκους της Πελοποννησιακής φύσης, μπορείτε επίσης να δείτε το πρώτο αφιέρωμα μας: Αφιέρωμα στην Πανίδα της Πελοποννήσου


Αγριογούρουνο, ο βασιλιάς των βουνών του Μοριά. Πριν πολλά χρόνια τα βουνά της Πελοποννήσου κατοικούταν από πολλά μεγαλόσωμα ζώα. Αρκούδες, λύκοι, ελάφια, λύγκες και ζαρκάδια τριγύριζαν στα ορεινά. Δυστυχώς με την πάροδο των χρόνων, όλα αυτά τα ζώα εξαφανιστήκαν, έμεινε όμως ένα άλλο μεγαλόσωμο ζώο να περιδιαβαίνει τα όμορφα βουνά μας, ο πανίσχυρος αγριόχοιρος (Sus scrofa), ο οποίος πλέον αποτελεί και το μεγαλύτερο θηλαστικό της Πελοποννήσου. Ο αγριόχοιρος αποτελεί τον πρόγονο των εξημερωμένων χοίρων, τον βρίσκουμε σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς και σχεδόν σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Τον συναντάμε συνήθως σε πυκνά δάση δρυός, καστανιάς και οξιάς, με εξαίρεση όταν πηγαίνει σε γεωργικές καλλιέργειες για να βρει τροφή. Μπορεί να φτάσει το 1.80 σε μήκος και να ξεπεράσει τα 200 κιλά σε βάρος, ζει περίπου 15 χρόνια, έχει εξαιρετική όσφρηση και ακοή, το τρίχωμα του είναι πυκνό και σκληρό, το οποίο όταν ο αγριόχοιρος κάνει λασπόλουτρο, γίνεται πραγματικά αδιαπέραστο. Το χρώμα ποικίλει ανάλογα την εποχή και την γενιά, συνήθως τον συναντάμε σε γκρι, μαύρο ή καφέ χρώμα. Το αγριογούρουνο θεωρείτε άκρος επικίνδυνο λόγο των τεσσάρων χαυλιοδόντων του. Με αυτούς σκάβει την γη προς εύρεση τροφής, αλλά τους χρησιμοποιεί και ως όπλο, από το οποίο έχουν σημειωθεί πολλοί θάνατοι κυνηγών και σκυλιών. Παρόλα αυτά, το αγριογούρουνο δεν είναι εκ φύσεως επιθετικό, στο άκουσμα και στην μυρωδιά του ανθρώπου απομακρύνεται, μπορεί να γίνει όμως τρομερά επικίνδυνο εάν κυνηγηθεί ή εάν προστατεύει τα μικρά του. Είναι παμφάγο ζώο, το οποίο λατρεύει τις ρίζες, τους καρπούς, τα κάστανα, τα μανιτάρια, τις πατάτες, αλλά τρέφεται και με μικρά ερπετά, σκουλήκια, σαλιγκάρια, καθώς και ψοφίμια. Τα αγριογούρουνα συνήθως ζουν κατά ομάδες όπου αρχηγός είναι το μεγαλύτερο θηλυκό, ενώ τα αρσενικά συνήθως ζουν μόνα τους μέχρι την περίοδο της αναπαραγωγής.

αγριογούρουνο

Λαγός, του είδους Lepus europaeus, ένα γηγενές είδος της Ευρώπης το οποίο συναντάμε σχεδόν σε όλη την Ελλάδα και φυσικά στην Πελοπόννησο. Συνήθως τον βρίσκουμε σε δασώδεις πλαγιές, αλλά και σε πεδιάδες. Η αρχαία του ονομασία είναι λαγωός. Παρότι είναι ένα σχετικά κοινό ζώο στην Ελληνική ύπαιθρο, έχει πολλά πράγματα που το κατατάσσουν ως ένα πολύ ξεχωριστό είδος. Αρχικά, ο λαγός έχει περίπου 75 εκατοστά μήκος και βάρος συνήθως πάνω από 4 κιλά, ενώ ζει περίπου 5 χρόνια. Τρέφεται με χόρτα, καρπούς και φρούτα, ενώ μεγάλο χαρακτηριστικό είναι η ταχύτητα του, καθώς πιάνει τα 70 χιλιόμετρα την ώρα, αλλά ποτέ σε ευθεία, μόνο σε ζικ ζακ ώστε να παραπλανεί τους θηρευτές του. Έχει άλμα το οποίο φθάνει περίπου τα πέντε μέτρα, το τρίχωμα του αλλάζει ανάλογα την εποχή, ανάμεσα σε γκρι και καφέ, ενώ συνήθως κινείται κατά τις νυχτερινές ώρες. Όπως προαναφέραμε ο λαγός έχει κάποια χαρακτηριστικά που τον κάνουν μοναδικό, παραδείγματος χάρη μπορεί να ζευγαρώσει ενώ είναι ήδη έγκυο, λόγο της διπλής μήτρας που έχει. Είναι κοπροφάγο ζώο και αν δεν προβεί σε αυτή την ενέργεια μπορεί να πεθάνει από αβιταμίνωση. Είναι επίσης από τα ελάχιστα "ειρηνικά" θηλαστικά, καθώς ποτέ δεν σημαδεύει και δεν διεκδικεί περιοχές, δεν είναι ανταγωνιστικό ζώο στο θέμα της τροφής και δεν κάνουν ιδιαίτερες τελετές για να προσελκύσουν τα θηλυκά, καθώς τα αρσενικά μπορούν να ζευγαρώσουν με πολλά θηλυκά, αλλά και τα θηλυκά με πολλά αρσενικά. Σε αντίθεση με τα κουνέλια ο λαγός δεν κρύβεται σε τρύπες, προτιμάει να κρύβεται ανάμεσα σε θάμνους και πέτρες, όπου να έχει καλή ορατότητα όμως.

λαγός

Γλαυξ η Αθηνά, κοινός κουκουβάγια (Athene noctua). Η μικρή αυτή κουκουβάγια αποτελεί ένα μυθικό πλάσμα καθώς είναι το ιερό πτηνό της θεάς Αθηνάς, ενώ αποτελεί σύμβολο της σοφίας και του Ελληνικού πνεύματος. Ήταν ιερό σύμβολο των αρχαίων Αθηναίων με το οποίο κοσμούσαν νομίσματα αλλά και ασπίδες. Το σώμα της έχει μήκος 18 εκατοστά, τα πτερά της έχουν 14 εκατοστά μήκος, ενώ η ουρά έχει μήκος 8 εκατοστά, έχει βάρος 170 γραμμάρια και ζει από 20 έως 50 χρόνια. Το χρώμα της είναι καφέ με λευκές κηλίδες, έτσι ώστε να καμουφλάρεται στους κορμούς των δέντρων και στο χώμα. Έχει μεγάλα και εντυπωσιακά μάτια, τα οποία της προσφέρουν οξεία όραση και την ημέρα και τη νύχτα, ενώ έχει και άριστη ακοή. Το ράμφος της είναι κοντό, μικρό αλλά και αρκετά δυνατό. Τα πόδια της είναι σχετικά μικρά, αλλά φέρουν γαμψά και μυτερά νύχια. Έχει δυνατή και παράξενη φωνή, κάτι το οποίο δυστυχώς την στοχοποίησε τα παλαιότερα χρόνια όπου επικρατούσαν οι δεισιδαιμονίες. Τρέφεται με μικρά θηλαστικά όπως ποντίκια, αρουραίοι κλπ, φίδια, σαύρες και νυχτερίδες. Για φωλιές χρησιμοποιούν ρωγμές βράχων και τοίχων, παλιά εγκαταλελειμμένα σπίτια και κοιλώματα του εδάφους. Ζει κυρίως σε δάση, αλλά και πολύ κοντά σε κατοικημένες περιοχές.

γλαυξ η Αθηνά

Ένας από τους πιο μικρούς, χαριτωμένους και γλυκούς κατοίκους των βουνών της Πελοποννήσου είναι η πανέμορφη γαλαζοπαπαδίτσα (Cyanistes caeruleus). Αυτό το πανέμορφο πτηνό αποτελεί Ευρωπαϊκό είδος, το βρίσκουμε σε όλη την Ελλάδα και την πανέμορφη Πελοπόννησο, με το υποείδος C. c. calamensis (Parrot, 1908) να είναι η ενδημική γαλαζοπαπαδίτσα η οποία απαντάται μόνο στην Ελλάδα. Η λατινική ονομασία (Cyanistes), αλλά και η Ελληνική, παραπέμπουν στο κυανό σκουρογαλάζιο χρώμα των πτερών της. Την γαλαζοπαπαδίτσα την βρίσκουμε κυρίως σε δάση με βελανιδιές, ενώ μπορούμε να την δούμε και σε έλη όταν αναζητά τροφή, καθώς και σε χωριά που βρίσκονται κοντά σε ορεινούς όγκους με πλούσια βλάστηση, αλλά και σε ελαιώνες. Το χρώμα της ράχης και της ουράς είναι κυανό, η κοιλιακή χώρα έχει κίτρινο χρώμα, ενώ το κεφάλι έχει στα πλαϊνά λευκό χρώμα, από πάνω είναι γαλάζιο και από κάτω έχει μαύρο χρώμα. Το ράμφος του είναι μικρό, με χρώμα γκρι προς το γαλάζιο. Έχει μήκος σώματος περίπου 11 εκατοστά, άνοιγμα φτερών 19 εκατοστά, η ουρά έχει μήκος γύρω στα 5 εκατοστά, ενώ το βάρος του είναι περίπου 10 με 12 γραμμάρια. Τρέφεται κυρίως με έντομα, ενώ του αρέσουν τα φρούτα και οι σπόροι. Φωλιάζουν σε δέντρα αλλά και σε αναρριχητικά φυτά. Μεγάλο χαρακτηριστικό της γαλαζοπαπαδίτσας είναι ο υψηλός δείκτης ευφυΐας που έχει, καθώς έχει παρατηρηθεί πως για να απολυμάνουν την φωλιά τους μεταφέρουν σε αυτήν διάφορα αρωματικά φυτά όπως δεντρολίβανο και μέντα.

γαλαζοπαπαδίτσα

Ελληνικός βάτραχος (Rana graeca). Τον συναντάμε σχεδόν σε όλη την Πελοπόννησο, είναι μεσαίου μεγέθους βάτραχος, με μήκος συνήθως τα 8 εκατοστά, αμφίβιο το οποίο δραστηριοποιείται εξίσου καλά και την ημέρα και τη νύχτα. Τον βρίσκουμε σε ορεινές και δασώδεις περιοχές με τρεχούμενα, κρύα και καθαρά νερά. Συνήθως κάθεται πάνω σε πέτρες στις όχθες των ρυακιών. Τον συναντάμε σε υψόμετρο από 200 έως 2000 μέτρα. Τα θηλυκά γεννούν τα αυγά τους σε διάφορες ασφαλείς κρυψώνες και τα αρσενικά προστατεύουν τα αυγά έως ότου αυτά γίνουν γυρίνοι. Το χρώμα του βατράχου είναι συνήθως σε αποχρώσεις του καφέ και του γκρι.

ελληνικός βάτραχος

Κρασπεδωτή χελώνα (Testudo marginata). Αποτελεί ένα από τα τρία είδη χερσαίας χελώνας στην Ελλάδα, με το υποείδος Testudo marginata weissingeri Trutnau, 1994 Taygetus, να είναι ενδημικό της χώρας μας. Την βρίσκουμε σχεδόν σε όλη την Πελοπόννησο και η εξάπλωση της φτάνει βόρια μέχρι τον Όλυμπο. Έχει μήκος σχεδόν 27 εκατοστά, τρέφεται με φυτά, φρούτα και έντομα, ενώ αφήνει τα αυγά της μέσα σε τρύπες που σκάβει στο χώμα. Ελεύθερη στην φύση μπορεί να ξεπεράσει και τα 100 χρόνια ζωής. Το χρώμα της είναι σε αποχρώσεις κυρίως του γκρι και του καφέ, με κάποιες χαρακτηριστικές λευκοκίτρινες κηλίδες στο καβούκι της. Έχει εξαιρετική όσφρηση, αρκετά καλή όραση και καλή ακοή η οποία βασίζεται στους κραδασμούς των υποστρωμάτων. Χαρακτηριστικό της είναι η ιδιαίτερη αίσθηση της φιλοπατρίας που έχει, καθώς επιλέγει συγκεκριμένα μέρη διαβίωσης τα οποία δεν αποχωρίζεται ακόμα και αν υπάρξει έλλειψη τροφής.

κρασπεδωτή χελώνα

Κεφαλλονίτικο κονάκι (Anguis cephallonica Werner), ένα όμορφο μικρό ερπετό το οποίο πολλοί στην όψη το μπερδεύουν με φίδι, ενώ είναι μια εντελώς ακίνδυνη άποδη σαύρα. Είναι ενδημικό είδος της Ελλάδος και το βρίσκουμε μόνο στην Πελοπόννησο, τη Ζάκυνθο και την Κεφαλλονιά. Στην Πελοπόννησο όμως συναντάμε και ένα ξαδερφάκι του Κεφαλλονίτικου, συγκεκριμένα συναντάμε και το Ελληνικό κονάκι (Anguis graeca Bedriaga). Η σαύρα αυτή έχει βλέφαρα και ακουστικά ανοίγματα, κάτι που την διαφοροποιεί από τα φίδια. Φτάνει μέχρι τα 40 εκατοστά μήκος, δραστηριοποιείται το πρωί και το απόγευμα, ενώ της αρέσει να κρύβεται ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση, καθώς και κάτω από πέτρες και ξύλα. Τρώει μικρά ασπόνδυλα αλλά και μικρά ερπετά. Και τα δύο κονάκια ζευγαρώνουν νωρίς την άνοιξη.

επάνω: κεφαλλονίτικο κονάκι
κάτω: ελληνικό κονάκι

Πεταλούδα (Plebeius eurypilus pelopidas van der Poorten), ενδημικό είδος της Ελλάδος που συναντάμε κυρίως στον Ταΰγετο. Ζει κυρίως σε φαράγγια και σε μεγάλες κοιλότητες, σε υψόμετρα από 110 έως 2000 μέτρα. Δυστυχώς απειλείτε λόγο συλλεκτικού ενδιαφέροντος και της εντατικοποίησης της βόσκησης η οποία καταστρέφει το περιβάλλον όπου ζει αυτή η μοναδική πεταλούδα. Το χρώμα της είναι καφέ με ελαφρές αποχρώσεις του κίτρινου και του γκρι, ενώ έχει πορτοκαλί κηλίδες. Το κάτω μέρος των πτερών είναι λευκό με μαύρες κηλίδες οι οποίες ομοιάζουν με μάτια.

πεταλούδα Plebeius eurypilus pelopidas van der Poorten

Στον Ταΰγετο συναντάμε άλλο ένα ενδημικό είδος πεταλούδας, αυτό της (Turanana taygetica, Rebel, 1902), το οποίο είναι εξαιρετικά σπάνιο είδος και έχει καταγραφεί στα κρισίμως κινδυνεύοντα είδη, καθώς όπως και η προηγούμενη πεταλούδα, αντιμετωπίζει αλόγιστη συλλογή αλλά και καταστροφή των περιοχών όπου ζει. Την βρίσκουμε σε μεγάλα υψόμετρα άνω των 1000 μέτρων, σε περιοχές ξηρές και βραχώδεις. Το χρώμα της είναι σκούρο γαλάζιο με μαύρες λεπτομέρειες, ενώ το κάτω μέρος είναι ανοιχτό γαλάζιο προς το λευκό με μαύρες κηλίδες.

πεταλούδα turanana taygetica

Πάμε να δούμε και κάποια είδη ψαριών που ζουν στα ποτάμια της Πελοποννήσου. Αρχίζουμε με την ποταμοσαλιάρα (Salaria fluviatilis). Είναι ένα μεσογειακό είδος το οποίο προτιμά καθαρά και φρέσκα νερά, με αμμώδεις ή λασπώδεις βυθούς, με αρκετά υδρόβια φυτά. Την βρίσκουμε σχεδόν στα περισσότερα ποτάμια της Πελοποννήσου αλλά και της υπόλοιπης ηπειρωτικής Ελλάδος. Της αρέσει να κρύβεται σε ρωγμές βράχων και κοντά σε πέτρες. Μπορεί να ζήσει και σε υφάλμυρα νερά, εκεί όπου ποτάμια συναντούν την θάλασσα. Έχει μακρόστενο σώμα χωρίς λέπια, συνήθως αναπτύσσεται μέχρι τα 10 εκατοστά μήκος, έχει μεγάλο κεφάλι και μεγάλα μάτια. Συνήθως το χρώμα της είναι πρασινωπό προς το καφέ, ενώ η κοιλιακή χώρα είναι προς το κίτρινο. Είναι ένα πολύ αξιοπερίεργο ψαράκι το οποίο συνεχώς κοιτάζει τι γίνεται γύρω του. Τρέφεται με μικρά ασπόνδυλα και έντομα, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως μπορεί εύκολα να ανατραφεί και να αναπαραχθεί με επιτυχία και μέσα σε ενυδρείο, αρκεί φυσικά να έχει τις κατάλληλες συνθήκες. Δυστυχώς, η ποταμοσαλιάρα όπως και όλα τα ποταμόψαρα των Ελληνικών υδάτων, απειλείται από την ρύπανση των νερών και την κάκιστη διαχείρηση των ποταμών.

ποταμοσαλιάρα

Πελοποννησιακή μπριάνα (Barbus peloponnesius). Ένα είδος ψαριού το οποίο το συναντάμε σχεδόν σε όλους τους ποταμούς της Πελοποννήσου, καθώς αποτελεί ενδημικό είδος της Ελλάδος. Ζει μόνο σε ποτάμια και λίμνες με γλυκό καθαρό νερό. Ανήκει στο είδος των κυπρίνων, του αρέσουν τα ρέματα υψηλής ροής με πετρώδες βυθό. Φτάνει τα 19 εκατοστά μήκος, ενώ τρέφεται με ασπόνδυλα.

πελοποννησιακή μπριάνα

Πελοποννησιακός ποταμοκέφαλος (Squalius peloponnensis). Ένα από τα πιο κοινά ψάρια των ποταμών του Μοριά, αποτελεί ενδημικό είδος που απαντάται μόνο στην Πελοπόννησο και στην Δυτική Ελλάδα. Του αρέσουν τα φρέσκα τρεχούμενα νερά, ζει σε ποτάμια, μεγάλες λίμνες αλλά μπορούμε να τον συναντήσουμε και σε υφάλμυρα νερά, σε σημεία που ενώνονται τα ποτάμια με την θάλασσα. Φτάνει τα 30 εκατοστά σε μήκος, ενώ το χρώμα του συνήθως είναι γκρι προς το ασημί.

πελοποννησιακός ποταμοκέφαλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.