Τρίτη 21 Ιουνίου 2022

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ - Θ' ΜΕΡΟΣ

Κείμενο Χρήστος Α. Κουτσούγερας, σύνταξη και επεξεργασία Νίκος Αϊβαλής και Ελπίδα Ζωγραφίδου, αρχείο Αρκαδικού Βήματος - Εν Άστρον

Γιατί η μοίρα αυτού του τόπου είναι ότι, όσοι κυβερνάνε να στρώνονται στο φαγοπότι και να νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους, αλλά και για τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους και τα δισέγγονα τους ακόμα, αγόρια και κορίτσια. Δε βλέπετε ότι από την κατοχή κι εδώ, εξήντα τόσα χρόνια, δυο οικογένειες κυβερνάνε συνέχεια, δυο σπίτια, δυο ονόματα. Πίσω από αυτούς βέβαια είναι αυτοί που τους στηρίζουν, οι οικονομικά ισχυροί, ο πλούτος, το κατεστημένο που λέμε. Ποιος θα ενδιαφερθεί για την Παιδεία, για τη μόρφωση του κοσμάκη που τον θέλουν στραβό κι αμόρφωτο;


Να φανταστείτε πως μόνο το 1925 εδέησε να κάμουν νόμο να πηγαίνουν τα κορίτσια σχολείο. Παλιότσιουπα τα λέγανε, πολίτες δευτέρας και τρίτης διαλογής που περιμένανε να μεγαλώσουν λίγο για να τα ξεφορτωθούνε στέλνοντας τα υπηρέτριες, δούλες στις αρχοντο-ψευτοκυρίες των πλουσίων στις μεγάλες πόλεις. Μέχρι την κατοχή το 1940 κανένα κορίτσι από το χωριό μας δεν είχε πάει στο Γυμνάσιο. Και να μην ξεχνάμε ότι οι υπηρέτριες δεν παίρνανε μισθό. Τους έταζαν τάχα μου ότι θα τις παντρέψουν. Οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Για πρώτη φορά ψήφισαν τον Απρίλη του 1944 όταν με το Ε.Α.Μ. (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) έγιναν εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων για τη Λαϊκή Εθνοσυνέλευση της κυβέρνησης του βουνού που συνήλθε στις Κορυσχάδες Ευρυτανίας. Και όμως αυτές ήσαν οι μανάδες μας που μας γέννησαν, οι αδερφάδες μας που για όλα, ακόμα και τις πιο βαριές δουλειές ήσαν ικανές, όχι όμως και για να μορφωθούνε. Και μετά σου λένε Παιδεία, μετά σου λένε μόρφωση. Που έπρεπε η Παιδεία και η Υγεία να είναι πρωταρχικό μέλημα της Πολιτείας. Αυτό όμως δεν συμβαίνει.

Μαρίκα Μπότση Τσαπαλίρα (1904 - 2006), από το 
Βελημάχι Γορτυνίας στην Αρκαδία, ήταν η πρώτη γυναίκα 
Δήμαρχος στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στην Αμαλιάδα Ηλείας το 1944

Αλλά την ευθύνη για την καθυστέρηση που παρατηρείται στην πνευματική καλλιέργεια κι ανάπτυξη
του λαού μας, άλλος λίγο άλλος πολύ όλοι την έχουμε. Και οι κυβερνήσεις και οι έχοντες και κατέχοντες, το οικονομικό κατεστημένο που έχει βολευτεί αλλά και όλοι εμείς, ο λαός. Προ παντός εμείς. Εμείς δεν εκλέγουμε τις κυβερνήσεις; Βέβαια τη στιγμή που ο καθένας πάει να ασκήσει το δικαίωμα της ψήφου, δεν είναι ελεύθερος. Τον οδηγούν δεμένο πισθάγκωνα οι ανάγκες, η φτώχεια και τα προβλήματα της ζωής και με κλειστά μάτια ψηφίζει όχι για το καλό του τόπου, όχι τον καλύτερο, αλλά εκείνον που του τάζει ότι θα του λύσει το ατομικό του πρόβλημα που τον καίει και που νομίζει ότι αυτός μόνο μπορεί να του το κάνει το ρουσφέτι δηλαδή. Και η κακοδαιμονία συνεχίζεται. Όμως επειδή εμάς και μόνο εμάς, τον λαό πρέπει να ενδιαφέρει η Παιδεία και η προκοπή αυτού του τόπου, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε την υπέρβαση και να αναζητήσουμε λύσεις με την αλλαγή της δικής μας νοοτροπίας έχοντας πάντα στο μυαλό μας τα λόγια του μεγάλου Καζαντζάκη κι ας φαίνονται εγωιστικά και να λέμε: "Εγώ, εγώ μόνος μου έχω χρέος να σώσω τούτη τη Γης. Αν δε σωθεί, εγώ θα φταίω".

μνημείο του Ολοκαυτώματος της Βλαχέρνας, από τα
Γερμανικά στρατεύματα 19 Ιουλίου 1944

Δεν γνωρίζουμε πότε άρχισε να λειτουργεί το Δημοτικό σχολείο στο Μπεζενίκο. Ξέρουμε ότι στο Λεβίδι άρχισε να λειτουργεί γύρω στο 1835. Στο Μπεζενίκο πήγε αργότερα, αλλά πότε δεν ξέρουμε. Παρατηρούμε όμως ότι μερικοί Μπεζενικιώτες είχαν μάθει λίγα γράμματα απ' αυτούς που είχαν γεννηθεί μετά το 1859, όπως ο Νικόλας Παπαναστασίου, ο αδερφός του Θανάσης Παπαναστασίου οι οποίοι ήσανε παιδιά παπά και ο Βασίλης Κουτσούγερας και οι τρεις ήσαν ψάλτες και τους θυμάμαι. Ο Φώτης Παπαγεωργίου παπαδοπαίδι που ήταν ο πρώτος δάσκαλος Μπεζενικιώτης, ο δάσκαλος ο μεγάλος, που πέθανε το 1936. Μετά από αυτούς τους ελάχιστους παρατηρούμε ότι όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότεροι γίνονται οι "εγγράμματοι", όχι όμως πολλοί. Αυτοί πως μάθανε γράμματα; Με ποιον δάσκαλο; Σε ποιο σχολείο; Είναι βέβαιο ότι από το 1900 και μετά έχουμε πολλά στοιχεία επίσημα. Ο Θεόδωρος Οικονομόπουλος δάσκαλος από το Λεβίδι, υπηρέτησε στο Μπεζενίκο από 27 Δεκεμβρίου 1900 μέχρι 3 Ιανουαρίου 1903. Ο Φώτης Παπαγεωργίου που γεννήθηκε όπως αναφέρουμε το 1873 πρέπει να είχε γίνει δάσκαλος μετά είκοσι χρόνια και πρέπει να συνυπηρετούσε με τον Οικονομόπουλο. Πιο πίσω όμως από το 1895 τι έγινε;

το παλιό Γυμνάσιο του Λεβιδίου

Αναφέρεται από στόμα σε στόμα ότι ήταν τότε δάσκαλος κάποιος Νταλιβίγκας από το Λεβίδι. Ακόμα λένε για κάποιον Ρούνη που ήρθε από το Αγρίδι Γορτυνίας και με παράκληση του τότε παπα-Ρούνη Παπακωνσταντίνου έμεινε στο χωριό για να μαθαίνει τα παιδιά γράμματα. Του δώσανε μάλιστα και χωράφια. Τέλος αναφέρεται ως εγγράμματος που μάθαινε γράμματα στα παιδιά ο γερο-Ζουζούνης Δρακόπουλος. Πάντως ο πιο παλιός Μπεζενικιώτης και ο πρώτος που ήξερε γράμματα ήταν ο παπα-Γιώργης Μεγρέμης Παπαγεωργίου που γεννήθηκε τι 1827 και πέθανε το 1931 σε ηλικία 104 χρονών. Τον εθυμήθηκα στα βαθιά του γεράματα τυφλό. Αυτουνού παιδί ήταν ο μεγάλος δάσκαλος Φώτης Παπαγεωργίου. Ο Γιώργος Κοντοράβδης που γεννήθηκε στον Ορχομενό (Καλπάκι) το 1886  και υπηρέτησε μέχρι το 1937. Τον μετέθεσε η δικτατορία του Μεταξά λόγω των δημοκρατικών πεποιθήσεων του στο Δημοτικό σχολείο του χωριού Αγριακόνα, ένα χωριουδάκι της νότιας Αρκαδίας. Ο Φώτης Κουτσούγερας υπηρέτησε ως δάσκαλος στο χωριό αφ' ότου άρχισε να λειτουργεί το νέο σχολικό κτίριο το 1924 μέχρι που πήρε σύνταξη. Το 1930 όταν πήγαινα στη δευτέρα τάξη είχα δασκάλα τη Μαρία Καρακάση που έμεινε για λίγο στο σχολείο μας. Το 1936 ήρθε στο σχολείο ο δάσκαλος Γιώργης Καραχάλιος. Πάνω από 160 μαθητές είχε τότε το σχολείο, ενώ οι κάτοικοι της Βλαχέρνας ξεπερνούσαν τους 1000.

Βλαχέρνα

Όταν πήγα στο σχολείο το 1929 η πρώτη και η δευτέρα τάξη είμαστε στην ανατολική αίθουσα και ο δάσκαλος μας ήταν ο παπα-Κοντοράβδης. Στην άλλη αίθουσα ήταν η τρίτη και η τετάρτ τάξη που τις δίδασκε ο δάσκαλος Φώτης Παπαγεωργίου. Η πέμπτη και η έκτη εστεγαζόσαν στη σάλα του σπιτιού του Φώτη Κατσούλη. Εκαθόμαστε σε δυο σειρές θρανία φτιαγμένα από σανίδια για έξι ή και περισσότερα παιδιά. Τον χειμώνα έκανε κρύο πολύ και μια μικρή θερμάστρα δεν μπορούσε να ζεστάνει την απέραντη αίθουσα. Κάθε μέρα παίρναμε από το σπίτι ένα ξύλο από έλατο και το πηγαίναμε στο σχολείο για τη σόμπα. Τότε πηγαίναμε σχολείο πρωί και απόγευμα χτυπούσε η καμπάνα η μικρή και ξεκινάγαμε από τα σπίτια μας είτε έβρεχε είτε χιόνιζε, έχοντας κρεμασμένο στον ώμο το ταγάρι με τη φυλλάδα, το αναγνωστικό και την πλάκα με το κοντύλι. Το ταγάρι ήτανε μάλλινο, η πλάκα ήταν από πέτρα λεπτή μαύρη χαρακωτή με γραμμές και το κοντύλι πέτρινο που με την τριβή έγραφε άσπρες χαρακές ή γράμματα που τα σβήναμε πολύ εύκολα με το χέρι ή σπάνια με το σφουγγάρι αφού πρώτα φτύναμε λίγο πάνω στην πλάκα. Αυτά τα εφόδια ήσαν για τις δυο πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Στην τρίτη και μετά είχαμε τετράδια γραφής αριθμητικής με γραμμές καρέ, κοντυλοφόρο με πένα και κούπα γυάλινη με μελάνι, στην πέμπτη και έκτη είχαμε και ιχνογραφία για σχέδια και ζωγραφική. Τα βιβλία και στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο τα αγοράζαμε μόνοι μας.

Βλαχέρνα

Στο Γυμνάσιο με το άνοιγμα του σχολικού έτους άρχιζε η αγοραπωλησία των βιβλίων. Τα παιδιά της προηγούμενης τάξης πουλούσαν τα μεταχειρισμένα βιβλία στα πιο μικρά παιδιά μισοτιμής. Καινούρια βιβλία δεν είχαμε τη δυνατότητα να αγοράσουμε. Από το χωριό μας μόνο ένα ή δυο παιδιά είχανε ομπρέλα όταν έβρεχε. Και να σκεφτείς ότι τη Δευτέρα το πρωί έπρεπε να πάμε στο Λεβίδι έστω και με βροχή με τα πόδια. Στο Λεβίδι μέναμε σε νοικιασμένο δωμάτιο, δυο δυο ή και περισσότερα παιδιά αλλά υποφέραμε από το πολύ κρύο. Ευτυχώς που οι σπιτονοικοκυραίοι Λεβιδιώτες μας άφηναν να πηγαίνουμε και να ζεσταινόμαστε στο τζάκι τους. Στο σχολείο Δημοτικό και Γυμνάσιο έπρεπε υποχρεωτικά να είμαστε τα αγόρια κουρεμένα. Ένα μεγάλο πρόβλημα που υπήρχε εκείνα τα χρόνια ήτανε η έλλειψη φωτισμού για το διάβασμα. Στο Δημοτικό το βράδυ ήτανε δύσκολο να διαβάζεις με το φως της φωτιάς του τζακιού. Το λυχνάρι ή η λάμπα έκαιγε πετρέλαιο και ήταν ακριβό. Στο Γυμνάσιο αποφεύγαμε να ανάβουμε τη λάμπα πετρελαίου και διαβάζαμε μόνο με το φως της ημέρας. Έπρεπε κάθε Κυριακή να εκκλησιαζόμαστε και τη Δευτέρα να προσκομίζουμε βεβαίωση του παπά του χωριού μας ότι πήγαμε στην εκκλησία. Ήταν επίσης υποχρεωτικό να φοράνε τα αγόρια πηλήκιο με τον αριθμό μας, τα δε κορίτσια μαθητικές ποδιές μπλε. 

Τέλος

οι μπλε ποδιές των κοριτσιών και τα πηλήκια των αγοριών
στο σχολείο

Το κείμενο του Χρήστου Α. Κουτσούγερα από την Βλαχέρνα Αρκαδίας, προήλθε από ένα σύνολο 25 σελίδων από το αρχείο του Αρκαδικού Βήματος για λογαριασμό του Εν Άστρον - Πελοπόννησος. Η γραφή παρέμεινε αυτούσια ώστε να διατηρηθεί το ύφος του συγγραφέα όσο το δυνατόν περισσότερο.

Εδώ μπορείτε να δείτε το προηγούμενο μέρος: Αναδρομή στην Αρκαδία - Η' Μέρος

Εδώ μπορείτε να δείτε το πρώτο μέρος: Αναδρομή στην Αρκαδία - Α' Μέρος

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ - Η' ΜΕΡΟΣ

Κείμενο Χρήστος Α. Κουτσούγερας, σύνταξη και επεξεργασία Νίκος Αϊβαλής και Ελπίδα Ζωγραφίδου, αρχείο Αρκαδικού Βήματος - Εν Άστρον

Στο χωριό μας (Βλαχέρνα), όπως συμβαίνει παντού, υπήρξαν και υπάρχουν κάθε λογής άνθρωποι με αδυναμίες μικρότερες ή μεγαλύτερες, με προσόντα περισσότερα ή λιγότερα. Έχει να επιδείξει αξιοζήλευτες συμπεριφορές, σπάνιες που είναι άξιες θαυμασμού, όπως δωρεές για κοινωφελή έργα σε παλιότερες αλλά και πρόσφατες εποχές. Αξιοσημείωτες είναι η δωρεά οικοπέδου για την ανέγερση του σχολείου από τον γερο-Λάμπρο Μεγρέμη, όπως και του γερο-Λολώνη που άφησε τόπο για το νεκροταφείο. Στα γειτονικά μας χωριά Λεβίδι και Βυτίνα, έχουν αφήσει στα χωριά τους κληροδοτήματα μεγάλης αξίας. Βέβαια εκεί υπήρξαν ορισμένοι με μεγάλες οικονομικές δυνατότητες ενώ στο δικό μας το χωριό οι κάτοικοι ήσαν πολύ φτωχοί. Κανένας δεν ξεχνάει την αλληλεγγύη που εκδηλωνόταν με προθυμία σε εξαιρετικές περιστάσεις όταν π.χ. μαζεύονταν όλοι για να σκεπαστεί γρήγορα, σε δυο μέρες το σπίτι κάποιου χωριανού με ζευτά, ξυλεία και κεραμίδια ή όταν όλοι μαζί φύτευαν ενός ανθρώπου το αμπέλι. Αυτό λεγόταν "ξέλαση" (η ευγενής προσφορά συμπολιτών να βοηθήσουν κάποιον στις δουλειές) και ήταν αξιοθαύμαστη πραγματική ιεροτελεστία που τιμά αυτούς που προσφέρουν με αυτό τον τρόπο τις υπηρεσίες τους. Αλλά και ο νοικοκύρης που δεχόταν τη δωρεά, φρόντιζε και ανάλογα με τις δυνατότητες του έκανε στο τέλος της εργασίας πλούσιο φαγοπότι στον κόσμο που εργάστηκε. Με την ξέλαση ερχόταν ο ένας κοντά στον άλλο και αναπτύσσονταν σχέσεις φιλικές μεταξύ των.

Υπήρχαν όμως και υπάρχουν και τα αντίθετα τα άσχημα, τα δυσάρεστα. Κακίες και παλιανθρωπιές, μικρότητες και αχαρακτήριστες συμπεριφορές, μίση και αντεκδικήσεις που έφταναν σε τσακωμούς μέχρι και φόνους και μάλιστα μεταξύ συγγενών ή γειτόνων. Πως να το κάνουμε; Αυτά όλα κατά καιρούς γίνανε, δεν κρύβονται. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δεν τιμά το χωρίο μας, θυμάμαι κάπου εκεί στο 1930 που γινόταν ένας πραγματικός πόλεμος των χωριανών μας με τους Μπονταΐτες (άνθρωποι από τον Παλαιόπυργο Αρκαδίας, ο οποίος το 1821 αναφερόταν ως Μποντιάς) που ερχόσαν οι άνθρωποι να μαζέψουν καψόξυλα στο Μαίναλο για να έχουν να περάσουν το χειμώνα τους. Το τι μάχες γινόσαν στη Μεσαία Βρύση δεν περιγράφονται. Καθώς έφταναν εκεί οι Μπονταΐτες με τα ζώα τους φορτωμένα με ξύλα, τους είχανε ενέδρα οι δικοί μας και καθώς χτυπούσαν οι καμπάνες έκαναν επίθεση κόβοντας με κλαδευτήρια τις τριχές των φορτωμένων ζώων. Τα ξύλα σωριάζονταν κάτω. Άνθρωποι και μουλάρια αλαφιασμένα, γέροι Μπονταΐτες να κλαίνε σα μικρά παιδιά. Ντροπή! Δεν ήξερες ποιοι ήσαν ζώα και ποιοι ήσαν άνθρωποι. Μια κλίκα κουτοπόνηρων που βρισκόσαν στο πεδίο της μάχης, άρπαζε τα ξύλα σαν λάφυρα και τα πήγαινε στα σπίτια τους. Και οι άλλοι έκαναν χάζι, αυτοί που ήσαν οι "καλοί". Γιατί δεν παρουσιαστήκανε να ειπούνε: "Σταμάτα ρε! Δεν έχετε Θεό;". Και να ξέρετε, το κακό δεν το κάνουν μόνοι τους οι κακοί. Αυτοί αρχίζουν το κακό και οι "καλοί" το αφήνουν να μεγαλώνει με την αδιαφορία τους, την υποκρισία τους και την ανοχή τους. 

ο πύργος απ' όπου πήρε το όνομα του το χωριό, Παλαιόπυργος

Και όμως πολλοί απ' αυτούς τους χωριανούς μας, όταν κανένας βρισκόταν σε οικονομική ανέχεια και απελπισμένος ζητούσε να του δοθεί μια ευκαιρία για να ξαναρχίσει πάλι από την αρχή, του έδιναν όσοι είχαν ο καθένας από μια προβατίνα ή γίδα, μάζευε 15 - 20 "χάρες" όπως τις έλεγαν και ξαναγινότανε τσιοπάνης, γιατί δεν ήτανε σε θέση να γνωρίζει άλλον τρόπο που να μπορεί να ζήσει. Όσοι είχαν πολλά γιδοπρόβατα ένιωθαν πιο σίγουροι από τους άλλους και έδιναν προσανατολισμό στα παιδιά τους να συνεχίσουν να είναι τσιοπάνηδες. Ο τόπος όμως ήτανε αυτός που ήτανε, δεν μεγάλωνε, ενώ η οικογένεια πλήθαινε έξι, οχτώ παιδιά, η ζωή δυσκόλευε γιατί οι άνθρωποι βρισκόσαν σε αδιέξοδο καθώς η φτώχεια, η ανέχεια και η αμάθεια έφερναν δυστυχία. Μια διέξοδο σ' αυτή την κρίση, έστω και σε περιορισμένο αριθμό ατόμων, την έδωσε το σχολείο, τα γράμματα. Είναι να απορεί κανείς για το πως κατόρθωσαν και βγήκαν από αυτόν τον κλοιό μιζέριας, για εκείνους τους καιρούς, με μόνο εφόδιο την πίστη και το πείσμα και την ευχή των γονιών τους, αν τους είχαν και είχαν το κουράγιο ν' ανοιχτούν σε δύσκολους και άγνωστους δρόμους της μάθησης και της σπουδής και τα κατάφεραν.

Δημοτικό Σχολείο Βλαχέρνας

Το κτίριο του σχολείου που υπάρχει τώρα στη Βλαχέρνα το έχτισε το κράτος το 1915 αλλά λόγω του πολέμου τότε και της μικρασιατικής πολεμικής περιπέτειας της πατρίδας μας, έμενε ξεσκέπαστο και μόνο το 1924 εδέησε να σκεπαστεί και να λειτουργήσει με δασκάλους τον Φώτη Παπαγεωργίου, τον παπα-Κοντοράβδη και τον Φώτη Κουτσούγερα αρχικά. Πρωτύτερα τα παιδιά έκαναν τα μαθήματα σε νοικιασμένα δωμάτια σπιτιών όπως του Μιχάλη Πανούση, του Παναγιώτη Κουτσούγερα και το σπίτι της Ντογιαννούς στα Βραχούλια. Για το τελευταίο αυτό σπίτι υπάρχουν τα εξής στοιχεία. Αυτό το σπίτι το είχε αγοράσει ένας Λεβιδιώτης ονόματι Κώστας Κολοτούρος ο Κουβαρντάς, το είχε παρανόμι του που ήτανε ο πρώτος έμπορος με μαγαζί στο Μπεζενίκο και που παντρεύτηκε μια χήρα την Αλισάβω Βρέντα, αδερφή του Καραχάλιου του Κιάφαλου. Τον άντρα της τον είχε σκοτώσει με λιθάρι ο γείτονας του Ξουράφης ο γερο-Τσιούλος για το τίποτα, σε έναν καβγά το 1893. Η χήρα είχε και ένα κορίτσι τη Γιωργούλα που της έκανε πωλητήριο το σπίτι ο πατριός της ο Κουβαρντάς και όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε τον Ντοκόγιαννη. Για ένα διάστημα, πόσο δεν ξέρουμε, το σπίτι αυτό ήτανε το σχολείο του Μπεζενίκου. Σ' αυτό εδίδαξε ο δάσκαλος Θεόδωρος Οικονομόπουλος από το Λεβίδι για 3 χρόνια περίπου.

Βλαχέρνα

Άλλοι δάσκαλοι από τη Βλαχέρνα αλλά που δεν υπηρέτησαν εκεί είναι: ο Χαράλαμπος Βρεντάς, ο Δημήτρης Δρακόπουλος που έγινε επιθεωρητής, ο Κώστας Δρακόπουλος, ο Θόδωρος Παπακωνσταντίνου, ο Δημήτρης Τζιόλας, ο Κώστας Πανούσης, ο Γιώργης Κολλίντζας και ο Νικόλας Κουριάμπαλης. Όλοι αυτοί ήταν δάσκαλοι πριν από το 1940. Από το σχολείο του Μπεζενίκου ξεκίνησαν ο Τάσος Κολλίντζας και έγινε γιατρός χειρουργός και κλινικάρχης, ο Θανάσης Μεγρέμης μαιευτήρας, ο Σπύρος Τζιόλας φαρμακοποιός, ο Κώστας Κολλίντζας φιλόλογος καθηγητής, ο Θανάσης Παπαγεωργίου καθηγητής φυσικομαθηματικός, ο Αντώνης Μεγρέμης καθηγητής μαθηματικών, ο Πάνος Καβουρίνος καθηγητής θεολογίας που εγκαταστάθηκε στην Αμαλιάδα. Βέβαια μετά το 1940 σπούδασαν πάρα πολλοί πατριώτες γιατροί, καθηγητές, δάσκαλοι, μηχανικοί, δικηγόροι. Επίσης έγιναν πολλοί στρατιωτικοί και παπάδες και δειλά δειλά άρχισαν να σπουδάζουν κορίτσια.

Μαίναλο

Ο Θανάσης ο Βρέντας έγινε υπάλληλος της αγορανομίας. Όταν κατά τη 10ετία περίπου του 1910 άρχισε να λειτουργεί η Δασική Σχολή στη Βυτίνα, μπήκαν μια φουρνιά που είχαν τελειώσει το Δημοτικό ή το Σχολαρχείο, φοιτούσαν δυο χρόνια και μετά τους έκαναν δασοφύλακες, δασοκόμους. Ο Γιάννης ο Μεγρέμης ο Μπούτας, ο Κώστας Βρέντας του Καραμπάλα, ο Νίκος ο Κολλίντζας του γερο-Αντώνη Κολλίντζα, ο Γιάννης Παπαχρόνης του Γιαλίτσα, ο Στεφανής ο Κολλίντζας του Γιάνναρου, ο Γιώργης Δρακόπουλος του Γκάνα, ο Λιας Ρούνης και ο Νίκος Πανουσόπουλος, οι περισσότεροι απ' αυτούς διορίστηκαν δασοκόμοι. Ο Γιώργης ο Χριστόπουλος και ο Μιχάλης ο Λολώνης έβγαλαν τη σχολή τηλεγραφητών και διορίστηκαν τότε στα 3 ΤΤΤ (εταιρία ταχυδρομείων, τηλεγραφημάτων και τηλεφωνίας, η οποία ιδρύθηκε το 1892 στην Αθήνα). Ο Θοδωρής Κουτσούγερας μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων και έγινε αξιωματικός φθάνοντας στο βαθμό του στρατηγού. Ο Πανάγος Κουτσούγερας έγινε λοχαγός, ο Χρήστος Δρακόπουλος έβγαλε μια τεχνική σχολή της αεροπορίας και ο Βασίλης Καρούντζος έγινε πυροσβέστης. Για εκείνη την εποχή το να βγεις από τα στενά περιθώρια του χωριού, να σπάσεις τον πάγο και να βαδίσεις πέρα από το Δημοτικό, στο Σχολαρχείο, στο Γυμνάσιο στην Τρίπολη ή στο Πανεπιστήμιο που αποτόλμησαν οι γιατροί και οι καθηγητές άλλα και οι δάσκαλοι, δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο.

Τρίπολη, 1950

Κι αναρωτιέται κανείς, ήταν η φιλοδοξία των γονιών τους, που νιώθοντας ότι αφού διαθέτουν τις απαιτούμενες δαπάνες, αποφάσιζαν κι έστελναν τα παιδιά τους να συνεχίσουν πέρα από το Δημοτικό; Ή ήταν η ανέχεια, η μεγάλη φτώχεια και απελπισία που οδήγησε ορισμένα παιδιά σε σπουδές για να λύσουν το δύσκολο πρόβλημα της επιβίωσης; Ή έτυχε μιας και οι οικογένειες είχαν πολλά παιδιά να πήραν την απόφαση να σπουδάσουν και κανένα για να μπορούν να ζήσουν τα υπόλοιπα με τα χωράφια ή τα γιδοπρόβατα; Ήταν τύχη ή ήταν συνδυασμός απ' αυτές τις εκδοχές; Γιατί βλέπουμε παιδιά που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και όμως προχώρησαν σε σπουδές, ενώ άλλα που οι γονείς είχαν κάποια υποφερτή οικονομική βάση, δεν τόλμησαν να δοκιμάσουν. Σε τέτοιες αποφάσεις έπαιξε ρόλο και το ότι τα παιδιά αυτά γεννήθηκαν σ' ένα μικρό χωριό φτωχό, που δεν ξέρανε τι κόσμος υπήρχε πέρα από τον ορίζοντα του κι έκαναν ότι έκαναν οι άλλοι καθώς ζούσαν μέσα στην άγνοια. Πάντως ένα είναι σίγουρο. Απαραίτητη προϋπόθεση για να σπουδάσει το παιδί είναι να παίρνει τα γράμματα. Αν δεν τα παίρνει όσο και να θέλουν οι γονείς, ότι και να διαθέτουν τίποτα δεν κάνουν. Πόσοι γονείς φιλόδοξοι δεν έστειλαν τα παιδιά τους στο Γυμνάσιο και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν πέρα από την πρώτη τάξη. Υπήρχαν παιδιά που δεν μπορούσαν να πιάσουν βιβλίο στα χέρια τους. Απέφευγαν το διάβασμα σαν τον διάβολο το λιβάνι.

κάστρο Μπεζενίκου

Ήταν όμως και παιδιά που μπορούσες να διακρίνεις ότι αγαπάνε τη μάθηση και αν τους δοθεί η ευκαιρία να ξεκινήσουν θα είχαν καλές επιδόσεις. Ο πατέρας τους όμως σκεφτότανε αλλιώς και η αρνητική απόφαση του προκαθόριζε τη μοίρα του παιδιού. Έτσι μπορούμε να ειπούμε ότι τα παιδιά αυτά αδικηθήκανε. Υποταχτήκανε σε σχέδια και αποφάσεις άλλων, των γονιών τους. Αυτούς τους είκοσι περίπου που αναφέραμε πιο πάνω, μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε πρωτοπόρους και συγχρόνως τυχερούς γιατί οι περισσότεροι πάλεψαν και άλλαξαν προς το καλύτερο τον τρόπο της διαβίωσης τους. Τα όπλα στον αγώνα τους αυτόν, τους τα έδωσε το σχολείο και οι δάσκαλοι. Αρχίσανε από το φτωχό εκείνο σχολείο κολλημένο στην πλαγιά δίπλα στα Βραχούλια και φτάσανε κι ανεβήκανε τις σκάλες και μπήκανε σε πύλες Πανεπιστημίου ή ανώτερων σχολών. Μέσα στο ταγάρι με το ξερό καρβέλι που τους έβαζαν για να περάσουν τη βδομάδα όταν πήγαιναν στο Λεβίδι στο Σχολαρχείο ή στο Γυμνάσιο στην Τρίπολη, μαζί με το ξεροκόμματο είχαν φαίνεται και τις ευχές των γονιών τους αλλά και τον πόθο και τις φιλοδοξίες να βγούνε παλικαρίσια από αυτόν τον αγώνα και να διακριθούνε ακόμα. Χωρίς βοήθεια από πουθενά. Ούτε από το κράτος που έχει την ηθική υποχρέωση και την ευθύνη, ούτε από άλλον κανένα.


Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ - Ζ' ΜΕΡΟΣ

Κείμενο Χρήστος Α. Κουτσούγερας, σύνταξη και επεξεργασία Νίκος Αϊβαλής και Ελπίδα Ζωγραφίδου, αρχείο Αρκαδικού Βήματος - Εν Άστρον

Ανάγκη για τους άντρες ήταν και το κούρεμα των μαλλιών τους. Για τις γυναίκες δεν είχαν εμφανιστεί τα κομμωτήρια ακόμα. Ο πρώτος που έκανε τον κουρέα κάνα φεγγάρι ήταν ο Κολλιντζο-Τρύφωνας, στου Ντοκο-Μήτσιου το μαγαζί, που το είχε και για χασάπικο. Εκεί είχε μια μεγάλη ειδική πολυθρόνα για να κάθεται ο πελάτης για το κούρεμα και την οποία στη συνέχεια πήρε ο Λισσαίος ο Κατσούλης που τον είχε κουνιάδο και έκανε πραγματικό κουρείο με τα όλα του που λέμε, κουρευτικές μηχανές, πινέλα, ξυράφια, πούδρες, κολόνιες, καθαρές κάτασπρες πετσέτες, μεγάλο καθρέφτη, μικρά πετσετάκια για το ξούρισμα. Όλα στην εντέλεια. Ο μπαρμπα-Λισσαίος όταν κούρευε, φορούσε απαραίτητα τη λευκή του μακριά μπλούζα. Τις άλλες ώρες ήταν καφετζής και συγχρόνως πουλούσε υφάσματα και είδη προικός γιατί αυτό ήταν το κύριο επάγγελμα του. Μια φορά τη βδομάδα φόρτωνε κάσες με τα χρωματιστά υφάσματα στη γαϊδούρα του και γύριζε αργά αργά τις γειτονιές σφυρίζοντας με μια ωραία γυαλιστερή ντρουμπέτα, να τον ακούσουν οι πελάτισσες νοικοκυρές να βγούνε έξω να ψωνίσουν.

Το νόμισμα που επικρατούσε ήσαν το αυγό, όπως καλή ώρα τώρα έχουμε το ευρώ, που ήρθε και εκτόπισε τη δραχμή αλλά μας έκαψε τη γούνα με την ακρίβεια. Και ο μπαρμπα-Χαράλαμπος ο Κοκκινάκος που είχε εμπορικό κατάστημα στο ισόγειο του σπιτιού του έκανε εβδομαδιαίες εξόδους με τη φορτωμένη γαϊδούρα του, διαλαλώντας την πραμάτεια του: "ντρίλια, πανιά, αλατζιάδες, μαντίλια, αυγά, τομάρια για πούλημααααα!" και ξεφούρνιζε κάτι έξυπνο όπως: "έτσι μου θέλω τσιε καλά κάνω τσιε τα πουλάω φτηνά, τι θα μου κάνουτε;". Τα αδέρφια ο γερο-Μήτσιος και ο Θοδωράκης Καρουτζαίοι τους λέγανε και βαρελάδες γιατί φτιάχνανε βαρέλια του κρασιού. Τα άλλα ξύλινα σκεύη, βαρέλια για το νερό, βαρέλες, τσότρες, καδιά για το βούτυρο και καρδάρες, τις παίρνανε από τη Βυτίνα, τους ξακουστούς τεχνίτες του ξύλου. Στη Καμενίτσα ένας τέτοιος μάστορας που είχε βγάλει όνομα, ήταν ο μπαρμπα-Θωμάς. Αλλά και ορισμένες γυναίκες διακρίθηκαν και είχαν την ειδικότητα τους, όπως η κυρα-Σιομπέτενα, η κυρούλα του γερο-Σκεμπέ ήτανε μαμή, η θεία Λιού των Τσαρουχέων που τα έτσουζε και λιγάκι και η κυρά Λεούσα του μπαρμπα-Φώτη του Κατσούλη που ήτανε μοναδική. Τότε οι γυναίκες γεννούσαν στα σπίτια. Δίπλα στο τζάκι γεννηθήκαμε και το παραγώνι (χώρος μπροστά στο τζάκι) ήταν η πρώτη μας θερμοκοιτίδα. Και όποιος αντέξει.

Βυτίνα

Τις κτηνιατρικές του υπηρεσίες πρόσφερε ο γερο-Ταργατζής, ο γερο-Τρύφωνας ο Κατσούλης ο Τσετσές μόνο που αυτός εχρησιμοποιούσε ξόρκια ανακατωμένα με ευχές που μόνο αυτός ήξερε και μάλιστα δεν τις έλεγε σε κανένα. Αν παρ' όλα τα γιατροσόφια το άρρωστο ζώο άλογο ή μουλάρι δεν πήγαινε καλύτερα το πήγαιναν τη νύχτα στην εκκλησία και έκαναν τρεις γύρους, γύρω γύρω. Για τα κατάγματα των ποδιών, των χεριών, τα στραμπουλήγματα, ξεκουπιάσματα στους ανθρώπους και στα ζώα που ήτανε συνηθισμένα φαινόμενα, ειδικός ήτανε ο γερο-Λαγός από την Καμενίτσα, που η φήμη του είχε απλωθεί σε ολόκληρη τη Γορτυνία και τη βόρεια Μαντινεία. Γι' αυτά τα περιστατικά είχαμε κατά καιρούς διάφορους και τελευταία τον Βασίλη Παπαναστασίου Ματζιουράνη. Οδοντογιατρός δεν υπήρχε και όταν ήρθε στο Λεβίδι κανένας δεν πήγαινε στο ιατρείο του, παρά άφηναν τα δόντια τους να πέφτουν ένα ένα μέχρι που το στόμα τους γινότανε όπως λέγαμε "παπούτσι". Όλοι οι χωριανοί μας ήσανε φαφούτηδες. Μερικές γυναίκες ήσανε ειδικές στο ξεμάτιασμα και για να τους έχουν εμπιστοσύνη ο κόσμος, έλεγαν ότι τη βασκανία την παραδέχεται και η θρησκεία. Φαινόμενα τέτοια και πιο σοβαρά που καλλιεργούνται από κομπογιανίτες τσαρλατάνους και από το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο που βρίσκεται ο κόσμος, υπήρχαν από ανέκαθεν. Τι πικραγγούρια, τι κίτρινο υγρό του Καματερού, τι γιατροί δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. Άσε τα θαύματα, από εικόνες, από τίμιο ξύλο, λες και υπάρχει και άτιμο. Όλες αυτές οι συμπεριφορές δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να αναδείχνουν το πνευματικό μας επίπεδο που βρίσκεται πολύ χαμηλά. Δεν μου φεύγει από το μυαλό το εξής περιστατικό που θυμάμαι εδώ και εβδομήντα τόσα χρόνια. Πήγαινα στην Τρίτη τάξη του Δημοτικού, ήμουν οχτώ χρονών. Μια μέρα την ώρα που σχολάγαμε για μεσημέρι, έτυχε να βρέχει και να φυσάει δυνατά. Στη μεγάλη πόρτα του σχολείου καθώς βγαίναμε, στεκόταν μια γυναίκα, μάνα, με ανασηκωμένη τη μπελερίνα της στο κεφάλι για να προφυλαχτεί από τη βροχή. Στο χέρι της κρατούσε ένα ποτήρι μικρό και μας παρακαλούσε να φτύνουμε μέσα. Θυμάμαι που εμείς τα παιδιά κάνοντας καλαμπούρι, φτύναμε από τη βιασύνη και απ' έξω από το ποτήρι στο χέρι της γυναίκας, που ήρθε σ' εμάς για να μαζέψει τα σαράντα φτύματα και να τα δώσει να τα πιει το ματιασμένο παιδί της και να γίνει καλά. Αυτά.

Καμενίτσα

Μέχρι το 1930 το χωριό δεν είχε δικό του γιατρό Βλαχερναίο. Είχε όμως γιατρούς στο Λεβίδι, τον γερο-Προκόπη Κουτσουράκη, έναν κανακάρη που είχανε κάνει συμφωνία, σύμφωνα με την οποία θα πλήρωναν οι κάτοικοι όποιο γιατρό ήθελε ο καθένας, εφ άπαξ για ένα χρόνο και όχι κατά επίσκεψη. Ο γιατρός ήταν υποχρεωμένος να κάνει κάθε βδομάδα επίσκεψη αλλά και σε έκτακτες περιπτώσεις που ήσαν βαριά ασθενείς. Είχε άλογο και σε μια ώρα έφτανε. Πληρωνόταν το καλοκαίρι που γινόταν η συγκομιδή του σιταριού και έπαιρνε την ποσότητα που είχαν συμφωνήσει. Σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις μπορούσαν να καλέσουν γιατρό από την Τρίπολη, με έξτρα αμοιβή.

Τρίπολη

Το χωρίο από τα πολύ παλιά χρόνια, επί τουρκοκρατίας ακόμα ήταν χτισμένο στην κατηφορική πλαγιά κάτω από το μοναστήρι της Ελεούσας, εκεί που ακόμα μπορεί να διακρίνει κανείς τα χαλάσματα. Δεν ήταν σπίτια παρά τρώγλες ίσια ίσια που να προστατεύουν τις οικογένειες από τη βροχή το χιόνι και το κρύο. Κι αυτό για να είναι απόμερα στο σκάπετο και να μη φαίνονται από το δρόμο που περνοδιάβαιναν οι Τούρκοι. Όταν έγινε η απελευθέρωση κατέβαιναν σιγά σιγά προς τα κάτω στη ρεματιά κι έφτασαν μέχρι τη Μεσαία Βρύση. Νερό φέρνανε με κουριαλό από τη Μάνα. Ήσαν δέκα δώδεκα οικογένειες όλες κι όλες και έχτισαν φτωχικά βέβαια αλλά κάπως υποφερτά τα πρώτα τους σπίτια. Κατά το 1900 έφτιαξαν και την εκκλησιά, τον Άγιο Θανάση. Έκαμαν χώρο οι Κουτσουγεραίοι και ο γερο-Παύλος ο Κατσούλης για να έχει λίγη άπλα. Ο γερο-Παύλος έβαλε σαν όρο να μπορεί να κάνει τον τάφο του σε μια γωνιά κι αυτό έγινε. Έτσι άρχισαν να ξεφυτρώνουν και τα πρώτα πρώτα μαγαζάκια. Είχανε τον χαρακτήρα μπακάλικου και καφενείου για να εξυπηρετούνται όλοι και οι πελάτες και οι μαγαζάτορες. Τέτοιο μαγαζί το πρώτο ήταν στου γερο- Λολώνη που το είχε νοικιάσει σε Λεβιδέους, Κολοτούρος ήταν το όνομα τους. Του Βρέντα του Καραμπάλα ήτανε καλό μαγαζί και το έκανε καλύτερο ο γιος του ο Θανάσης που ήξερε και γράμματα και ήτανε τέλειος στη δουλεία του. Και στα άλλα Βρεντέϊκα ισόγεια άνοιξαν κατά καιρούς καταστήματα. Στο Βαγέϊκο ισόγειο ο γερο-Βάγιας είχε μαγαζί και θυμάμαι που είχε μέσα κοντά σε ένα τραπέζι ναργιλέ. 

Μονή Παναγίας Ελεούσας Βλαχέρνας

Στα Ξουραφέϊκα έγιναν μαγαζιά μάλιστα στου γερο-Τσιούλου, είχε νοικιασμένο ο γερο-Δημοσθένης ο Ρούνης και το είχε γεμίσει για τα καλά με εμπορεύματα αξίας. Στα κατοπινά χρόνια το λειτουργούσε ο μπαρμπα-Φίλιππας, κούτσα κούτσα για να περνάει την ώρα του και να έχει τα απαραίτητα ένσημα για τη σύνταξη του Τ.Ε.Β.Ε. Παλιότερα στα Παπαχρονέϊκα ο γερο-Γαλίτσας ο Τρύφωνας είχε μαγαζί. Όταν έβγαινε κανείς από το σπίτι και πήγαινε σε εκείνη την περιοχή που περιγράφω έλεγαν στο σπίτι: "πάει στα μαγαζιά". Το ισόγειο του γερο-Πέτρου του Κατσούλη παλιά το είχε νοικιάσει ο γερο-Ψεύτης όταν ήρθε από την Αμερική. Στυ Ξουράφη ο γερο-Λότης, που τον είχε στη δούλεψη του ο έμπορος Θοδωρέλος από το Λεβίδι, μάζεβε το γάλα από τους τσιοπάνηδες και το τυροκομούσε. Έτσι μπόρεσε και σπούδασε τα παιδιά του, τον έναν τον έβγαλε γιατρό μαιευτήρα και τον άλλο καθηγητή μαθηματικών. Καθώς κατέβαινε το χωριό και απλωνόταν προς τα κάτω, μετατοπιζόσαν και τα μαγαζιά, η αγορά. Έτσι έγινε για πολύ διάστημα κέντρο, του μπαρμπα-Λισσαίου το καφενείο - κουρείο και κατάστημα υφασμάτων αλλά και ειδών μπακαλικής μαζί. Στον χώρο έξω από το μαγαζί γινόσανε χοροί και γλέντια τρικούβερτα της Παναγιάς στο πανηγύρι και τις Απόκριες, αλλά και στου Βρέντα το καφενείο στον αιωνόβιο πλάτανο γινόσανε χοροί τέτοιες ημέρες.

Βλαχέρνα

Στα Πανουσέϊκα ήτανε μαγαζί, στο Κουριαμπαλέϊκο ισόγειο που το είχε μανάβικο ο μανάβης Γιώργης Κουριάμπαλης. Του γερο-Τρύφωνα του Πανούση μεγάλο παντοπωλείο και καφενείο και παλιότερα στο πίσω μέρος είχε τυροκομείο, ενώ αργότερα το δούλευε ο γιος του ο Γιώργης. Και στου γερο-Τσιτάγια εκεί που είναι τώρα οι Καμάρες ήταν ένα καλύβι που το νοίκιαζε μαγαζί. Στου Λαμπίρη είχε μανάβικο ο Θοδωρής ο Ντόκος ο Λέπας. Στο δρόμο για τα Καρουτζέϊκα είχε ταβέρνα κουτούκι ο Νικόλας ο Τζιόλας ο Ζέρβας. Στο δρόμο προς τα Κολλιντζέϊκα είχε ο Κολοκοτρώνης το μαγαζί του με την ταβέρνα του. Μιλάμε για τον Νικόλα του γερο-Σωτήρου του Μπρε, για να μην γίνει παρεξήγηση με τον Κολοκοτρώνη. Πιο πέρα, ο Χαράλαμπος ο Ξουράφης είχε και αυτός το μαγαζάκι του. Το 1946 -1947 το είχανε τυροκομείο με τον Γιώργη τον Κολλίντζα. Μάλιστα εκεί δούλεψα ως τυροκόμος δυο χρόνια αμισθί. Ο Θανάσης ο Ξουράφης είχε μαγαζί στο δρόμο προς το χάνι με οικοδομικά κυρίως υλικά, χρώματα, πρόκες, βίδες κλπ. Πιο κάτω ήτανε το μεγάλο ευρύχωρο μαγαζί του Γιώργη του Βάγια που κατά καιρούς το νοίκιαζε σε διάφορους.

χάρτης περιοχής γύρω από την Βλαχέρνα

Το Τσαρουχέϊκο μακρυνάρι του Πιλότου και τι δεν ήτανε. Πόσος κόσμος και κοσμάκης δεν πέρασε και δεν ήπιε νερό στο καφενείο τα καλοκαίρια και δεν βρήκε ζεστασιά τους χειμώνες σαν περαστικός ξένος ή χωριανός, περνώντας στο δρόμο ή περιμένοντας να περάσει το λεωφορείο της γραμμής για να συνεχίσει το ταξίδι του. Παλιότερα ένα κομμάτι από το μακρυνάρι το νοίκιαζε ως γκαράζ για τα αυτοκίνητα. Το ισόγειο κάτω από το σπίτι του νοίκιασε αμέσως μετά την κατοχή η εταιρία Κολλίντζας, Λισσαίος, Κατσούλης και Πανουσόπουλος ως μπακάλικο και παντοπωλείο γενικά. Τέλος στα Καβουρινέϊκα σε μια ξελόντζα εκεί που είναι τώρα το βενζινάδικο ήτανε νοικιασμένο σε έναν σιδερά. Το ισόγειο του Ιωάννη Καβουρίνου Γούναρη είναι τώρα καφενείο. Πιο πέρα προς το Λεβίδι εκεί που είναι τώρα τα Κουνελέϊκα σπίτια ήταν από ο 1926 ο αλευρόμυλος και η πριονοκορδέλα των Γιώργη Κουτσούγερα, Γιώργη Βάγια, Κώστα Κολλίντζα και Βασίλη Κουνέλη. Μυλωνάδες είχαν τον Μιχάλη Αποστολόπουλο, τον Γιώργη Κοκκινάκο και τον μαστρο-Βασίλη από το Άργος. Απέναντι από το σχολείο είχε μαγαζί ο Τσαρούχας και δίπλα το παπουτσάδικο. Στο δημόσιο δρόμο άνοιξαν δυο βενζινάδικα, του Καβουρίνου και του Κουτσούγερα, το χασάπικο του Θανάση Τσιώλη και του γιου του Βασίλη που μεταφέρθηκε σε μια πολύ ωραία τοποθεσία στη διακλάδωση. Εκεί υπάρχουν ακόμα τα εργαστήρια αλουμινοκατασκευών των αδερφών Δρακόπουλου, Λαμπίρη και Βράκα από τη Χωτούσα. Επίσης είναι το βενζινάδικο του Γιώργου Πανούση και δίπλα πρατήριο τυροκομικών. Στο πρώτο γεφύρι στην Εθνική οδό δίπλα στην πλατεία που εδώρισε στο χωριό ο Αριστείδης Ρούνης υπάρχει το συγκρότημα του Λυκούργου Κολλιντζά και του γιου του Χρήστου που αποτελείται από τον σύγχρονο φούρνο και το εργαστήριο παρασκευής ζυμαρικών. Στου Γιώργη του Βάγια το ισόγειο εγκατέστησε μηχανήματα βιοτεχνίας πλεκτών ο Βασίλης Δρακόπουλος, μετά τον εμφύλιο αλλά για λίγο διάστημα.


Παρασκευή 17 Ιουνίου 2022

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ - ΣΤ' ΜΕΡΟΣ

Κείμενο Χρήστος Α. Κουτσούγερας, σύνταξη και επεξεργασία Νίκος Αϊβαλής και Ελπίδα Ζωγραφίδου, αρχείο Αρκαδικού Βήματος - Εν Άστρον

Καθώς τα χρόνια περνούσαν όλο και άλλαζε ο τρόπος ζωής των ανθρώπων προς το καλύτερο. Σε αυτό βοήθησε η συναναστροφή με άλλους κοντοχωριανούς που έρχονταν σε επαφές αλλά και σε μακρινές περιοχές της Πελοποννήσου, στους κάμπους, που πήγαιναν πολλοί νέοι για να δουλέψουν στις σταφίδες. Έβλεπαν πως ζει ο άλλος κόσμος, πως συμπεριφέρεται, πως εξελίσσεται και δε μένει στάσιμος. Αυτά που παρατηρούσαν αλλού, ήθελαν να τα εφαρμόσουν και στο χωριό τους που διαπίστωναν ότι είναι πολύ πίσω από τους άλλους. Η προσπάθεια τους αυτή να εκσυγχρονιστούν όσο ήταν δυνατόν είχε σαν αποτέλεσμα να αρχίσουν να εμφανίζονται οι πρώτοι τεχνίτες, οι μαστόροι, όσοι είχανε μέσα τους μεράκι ή το χάρισμα για να καταπιαστούνε με κάποια δουλειά. Σε αυτό μεγάλο ρόλο έπαιξε και η τοποθεσία του χωριού (Βλαχέρνα) που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κεφαλοχώρια, το Λεβίδι και τη Βυτίνα που ήσαν περισσότερο αναπτυγμένα. Με σπίτια περιποιημένα, άνετα, πολλά αρχοντικά γιατί οι νοικοκύρηδες είχανε οικονομική άνεση αλλά και μεράκι, με καλύτερο τρόπο ζωής και όχι μίζερο. Αυτά έβλεπαν και τους δυνάμωνε την επιθυμία μέσα τους να αλλάξουν προς το καλύτερο.

Οι πρώτοι τεχνίτες ήσαν οι μαραγκοί. Καλός μαραγκός ήταν ο γερο-Βασίλης ο Δράκος, ο πατέρας του γερο-Θανάση του Μπάκα. Έκανε ψιλοδουλειά σε κουφώματα, σκεπές, ακόμα και ξυλογλυπτική, ο γερο-Γκάνας Δρακόπουλος και αυτός, ο Γιώργης ο Δημόπουλος, ο Παναγιώτης ο Κολλίντζας γνωστότερος ο Μπατζίκας, ο Τάσης ο Δρακόπουλος ο Μπεκάτσας και ο Βασίλης ο Κουτσούγερας ο Καπινιάς. Όλοι αυτοί είχανε το εργαστήριο τους, το τεζάχι τους και τα εργαλεία τους στο ισόγειο του σπιτιού του ο καθένας, που το λέγανε μαγαζί. Μετά την κατοχή εμφανίστηκε και εξελίχτηκε σε καλό ξυλουργό με κορδέλα, πλάνες και άλλα μηχανήματα, στο δικό του ευρύ χώρο, ο Αριστείδης Δημ. Ρούνης ο γέρος, ο οποίος ήταν ανάπηρος από το Αλβανικό Μέτωπο. Ο γέρος εκτός από ξυλουργικές οικοδομικές κατασκευές, έφτιαχνε και ωραία κρασοβάρελα, αργαλειούς, σκαμνιά και άλλα πράγματα του νοικοκυριού που γινόσαν από ξύλο. Ακόμα, τώρα θυμήθηκα και έναν άλλο ακόμα καλό μαραγκό, τον Κώστα τον Κοκκινάκο του γερο-Χαράλαμπου που έφυγε από το χωριό μικρός και εγκαταστάθηκε αφού παντρεύτηκε σε κάποιο χωριό έξω από την Τρίπολη.

το εργαστήριο του μαραγκού της εποχής

Το επάγγελμα του σαμαρτζή ήταν απαραίτητο στο χωριό που διατηρούσε πάνω από 500 αλογομούλαρα και γαϊδούρια. Ο γερο-Σωτήρος Ρούνης Παπακωνσταντίνου και ο γιος του αδερφού του, ο Κώστας, εκεί στα Ρουνέϊκα σπίτια δίπλα στους φούρνους τους, σε κάτι ξελόντζες που μας φαινόσαν ωραίες λούφες, ήσαν χωμένοι και επισκεύαζαν σαμάρια. Τους έλεγαν παϊδάδες. Σαμαρτζής ήτανε και ο Θανάσης ο Καρούντζος ο Φαλαρίδας που είχε το μαγαζί του στου Λιάκουρα του Κουτσούγερα το ισόγειο, δίπλα στο σχολείο. 

βασική δουλειά των σαμαρτζήδων,
η κατασκευή του σαμαριού

Καλατζήδες, γανωματήδες ήρθαν από την Ήπειρο, δύο αδέρφια, ο μαστρο-Γιάννης και ο Θανάσης Νάτσης και εγκαταστάθηκαν στον απάνου μαχαλά σε ένα καλύβι Μανωλέϊκο. Τους γνώριζες από τα μουτζουρωμένα ρούχα που φορούσαν, ακόμα και τη μουτζουρωμένη τραγιάσκα τους με μια λινάτσα στον ώμο για να βάζουν τα χαλκώματα, τέσες, ταψιά, σαγάνια, κακάβια, χερότεσες, όλα από μπακίρι και κουταλοπίρουνα. Το αλουμίνιο δεν είχε έρθει. "Χαλκώματα να γανώωωωωω!", διαλαλούσαν σε όλες τις γειτονιές. Η πληρωμή γινόταν και με λεφτά αλλά περισσότερο με είδος για να συντηρούνται. Ψωμί, τραχανοχυλοπίτες, παστό χοιρινό, τυρί μυζήθρα, κρασί και τσίπουρο ή ρακή. Χωριανός μας καλατζής ένας μόνο έγινε. Ο Γιάννης ο Σταυρόπουλος του Ανέστουρα. Ήταν καλός οργανοπαίχτης νταουλιάρης συνοδεύοντας τον καραμουτζιάρη παλιότερα και αργότερα τους κλαριτζήδες.

καλατζής

Οι οργανοπαίχτες τότε πήγαιναν να παίξουν, δηλαδή ο καραμουτζιάρης που τον συνόδευε ο νταουλιάρης. Πίπιζα και νταούλι. Τον συνδυασμό αυτό τον έλεγαν "ζυγιά", ζευγάρι δηλαδή. Ο πρώτος καλός καραμουτζιάρης ήτανε ο γερο-Τοροβίτης ο Τσαρούχας πατέρας του Λιά του Τσαρούχα που και αυτός έπαιζε πίπιζα και παππούλης του άφταστου Βασίλη Τσαρούχα του Ντρούλια με τ' όνομα. Η καραμούτζα και τα τσαμπούνια του όταν τον πιάνανε τα μεράκια του και πεθαμένους λέει ανασταίνανε. Τον εσυνόδευε στις διασκεδάσεις στους γάμους και στα γλέντια στα πανηγύρια με το νταούλι ο αδερφός του ο γερο-Μαλάμης (ήσανε τραγουδιστές και οι δυο) αλλά και ο καλατζής ο Σταυρόπουλος. Πάντοτε όρθιοι οι καραμουτζιαραίοι στην άκρη του χορού ανάμεσα στον κόσμο, χωρίς εξέδρες, έδιναν ένα διαφορετικό τόνο κι έβαναν σε μεράκια κι αυτούς που ήσανε στο χορό αλλά και τους απ' έξω καθώς με προθυμία εκτελούσαν τις παραγγελιές που τους έδινε ο πρώτος χορευτής, που για να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του οργανοπαίχτη κάθε λίγο έβγαζε δεκάρες από το σιλάχι του, τις σάλιωνε και τις κόλλαγε στο κούτελο του. Όταν μάλιστα μπαίνανε οι οργανοπαίχτες στα καραντουζένια τους που λέμε και άφηναν τη θέση τους και με ρυθμικά και πεταχτά πηδήματα χορού έμπαιναν μέσα στον κύκλο κι έπαιζαν δίπλα στο αυτί του πρώτου χορευτή το γλέντι έπαιρνε διαστάσεις που δεν μπορεί κανείς να περιγράψει. Κι αν μάλιστα τύχαινε να χορεύει μπροστά ο μπαρμπα-Λιάς ο Τσαρούχας, ψηλός, λιγνός κι αέρινος, να βαρεί και τα δυο πόδια πίσω και μπροστά, με ένα ορθοστάτησμα να φέρνει τη φούρλα και να ανεμίζει η ρόμπα του σαν τη χαίτη του αλόγου που τρέχει, τότε σου ερχότανε στο νου να λες: "αχ και να είχα δυο μάτια ακόμα και να έβλεπα".

1) καραμούτζα (πίπιζα)
2) νταούλι

Άλλος καραμουτζιάρης ήτανε ο γερο-Θοδωρής ο Ντόκος με τον αδερφό του τον Μήτσιο στο νταούλι. Πιο παλιά ήταν ο παππούλης μου ο γερο-Ντανές που έπαιζε καραμούτζα και ο αδερφός του ο Κολλιντζο-Κωσταντής νταούλι. Ο γερο-Τζιοβίνης Κατσούλης έπαιζε επίσης νταούλι. Ο γερο-Νικολάκης ο Ντούλας Τσαρούχας με τον αδερφό του στο νταούλι. Ήρθε πολύ αργότερα το κλαρίνο. Ο Βασίλης ο Δρακόπουλος ο Λαμπίρης συνόδευε πια τους γαμπρούς και τις νυφάδες στους χορούς και στην εκκλησιά. Μαζί με το νταούλι του καλατζή ή την κιθάρα που έπαιζε ο Γιαννούλης Καρούντζος και τραγούδαγε κιόλας. Ο Τρύφωνας ο Πανουσόπουλος ο Κνταλέπας ο γιος του Λαμπίρη ο Μιχάλης Δρακόπουλος, κλαριτζήδες. Όλοι αυτοί οι λαϊκοί αυτοδίδαχτοι οργανοπαίχτες έπαιζαν περισσότερο από μεράκι χωρίς μεγάλες απολαβές, ίσια ίσια να βγάζουν ένα καλό μεροκάματο και μάλιστα ύστερα από κούραση ή ξενύχτι. 

νταούλι και πίπιζα εν δράση

Δεν έλειψαν και οι φαναρτζήδες, τα αδέρφια Γιάννης και Χρήστος Πανούσης της Κόλλιενας, κατασκεύαζαν φανάρια, λαδικά, τσίγκινες κανάτες αλλά και με σιδηρουργικά εργαλεία είχαν απασχόληση. Ο μπαρμπα-Χρήστος  έγινε οπλουργός στον Ε.Λ.Α.Σ κατά την κατοχή. Ο πρώτος γύφτος σιδεράς ήταν ο γερο-Κώστας Παπαχρόνης ο Γκάρωμας που τον λέγαμε Γύφτο. Το γύφτικο εργαστήριο του το είχε δίπλα από το σπίτι του σε ένα καλύβι. Οι φαναρτζήδες είχαν το μαγαζί τους στης Ζωζωτάσενας το καλύβι κάτω στον δημόσιο δρόμο.

σιδεράς εποχής

Τα ρούχα που φορούσε τότε ο κόσμος ήταν όλα υφασμένα στον αργαλειό και ραμμένα με τη βελόνα στο χέρι, χοντρόρουχα τα φουστάνια τα φαρδιά των γυναικών, οι μπόλκες οι ποδιές και το μαντίλι στο κεφάλι. Το χειμώνα φορούσαν μάλλινο γιουρντί χωρίς μανίκια και μάλλινη πλεχτή μπελερίνα. Οι άντρες από την απελευθέρωση από τους Τούρκους εξακολουθούσαν να φοράνε τις φουστανέλες ή τις πουκαμίσες για τις καθημερινές και στη δουλειά. Το χειμώνα φορούσαν χοντρό μάλλινο γελέκι σταυρωτό με πολλά τσαπράζια, απάνω τους έριχναν τη βαριά καπότα με την κουκούλα (κατσιούλα). Από τη μέση και κάτω φόραγαν τις μάλλινες κάλτσες. Αυτές οι ενδυμασίες από το 1900 και μετά άρχισαν να σπανίζουν περισσότερο στους άντρες που φορούσαν παντελόνια και σακάκια ευρωπαϊκά, ενώ οι γέροι προτιμούσαν την παλιά περιβολή και επιθυμούσαν να ταφούν με την εθνική στολή. Τα ρούχα αυτά τα έφτιαχναν τότε οι τερζήδες όπως οι σημερινοί ραφτάδες. Τους καλούσαν στα σπίτια τους χειμερινούς μήνες και με τη βελόνα τους έραβαν επί πολλές ημέρες. Έφτιαχναν ακόμα και τις βαριές τραγιές από κατσικίσιο μαλλί τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι τσιοπάνηδες. Τερζής στο χωριό παλιά ήταν ο γερο-Κώστας Τσαρούχας ο Χανανέας που είχε το χάνι εκεί που είναι τώρα τα χαναεέϊκα σπίτια. Παλιά ήτανε το μοναδικό οίκημα εκεί, ένα μακρυνάρι καλύνι, το χάνι, για να εξυπηρετεί τους περαστικούς στρατολάτες και τους αγωγιάτες που έρχονταν από τα γειτονικά χωριά και πήγαιναν στην Τρίπολη ή το αντίθετο.

παραδοσιακές στολές Αρκαδίας
αντρική και γυναικεία

Θα κάνω μια παρένθεση και θα αναφερθώ στο θέμα της καθαριότητας που εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε. Οι άνθρωποι τότε ζούσαν κάτω από απαράδεκτες συνθήκες. Ποτέ δεν είχε βραχεί το σώμα τους από τότε που τους είχε βαφτίσει ο παππάς, μόνο κάπου κάπου λουζόσαν στο κεφάλι και έπλεναν τα πόδια και τα χέρια, ενώ κάθε στιγμή της ζωής τους ήσαν εκτεθειμένοι στις σκόνες και στις ακαθαρσίες. Αποχωρητήρια δεν υπήρχαν και στο ύπαιθρο γινόταν ο βιολογικός καθαρισμός, όπως κάνουν όλα τα ζώα του κόσμου. Άργησε να διορθωθεί αυτή η φοβερή κατάσταση, πέρασαν πολλά χρόνια και μόνο μετά τον πόλεμο το 1950 άρχισε να πλένεται ο κόσμος και να φροντίζει για να έχει αποχωρητήριο της προκοπής στο σπίτι του. Μια δικαιολογία γι' αυτή την κατάσταση ήταν η έλλειψη νερού που εξ' αιτίας της υπέφερε το χωριό τότε. Μάχες γινόσαν μεταξύ γυναικών στις βρύσες, όταν παραβιαζότανε η σειρά από μερικές "έξυπνες"" ενώ τα ζώα που ήσανε πολλά είχαν προτεραιότητα στο πότισμα. Όλα τα ζώα, μουλάρια, άλογα, γαϊδούρια, γουρούνια ήσαν στο κατώι, από πάνω μένανε οι άνθρωποι. Το πρόβλημα της λειψυδρίας το έλυσε το υδραγωγείο το μεγάλο από τις πηγές του Μεθυδρίου. Κλείνουμε την παρένθεση κι ερχόμαστε και πάλι στους τερζήδες εκείνης της εποχής.

χωριό Μεθύδριο Αρκαδίας

Άλλος τερζής ερχόταν από το Λεβίδι, ο μπαρμπα-Νικόλας ο Μπισκόλας ο γερο-Σούτσος, που ήτανε πολύ κοντός με ένα μεγάλο μουστάκι και ντυμένος με την παραδοσιακή φορεσιά που επικρατούσε τότε, τη φουστανέλα και τις πίγκες του. Στρωνότανε στο παραγώνι, δίπλα στο τζάκι με τη φωτιά που έδερνε και ξεχείμαζε ράβοντας καπότες, γιουρντιά, γελέκια, μπενοβράκια, κοντογούνια, όλα ράσινα, μάλλινα, δουλεμένα από το καλοκαίρι στις νεροτρθβες της Πιάνας από τον Γιώργη τον Ρασσά.Ακόμα οι τερζήδες έραβαν τα σαΐτάσματα για στρωσίδια και φαρδιές τράγες, μακρυές μέχρι τη φτέρνα που χρησιμοποιούσαν οι τσιοπάνηδες. Αυτά κατασκευάζοσαν από κατσικίσιο μαλλί, περασμένα και αυτά από τη νεροτριβή. Τερζής ήταν και ο Μήτσιος ο Κοκκινάκος ο Μαστόρης, γι' αυτό και τη γυναίκα του τη θεία Αγγέλω την λέγανε Μαστορίνα. "Πέντε μέτρα μία κόψε", έλεγε ο γερο-Μαστόρης προτού ανήξει τη μεγάλη του ψαλίδα για να κόψει το χροντρό ύφασμα. Δηλαδή μετράς πέντε φορές και ύστερα να κόβεις, για να μην κάνεις λάθος.

παλιός ράφτης της Τρίπολης

Περαστικοί αλλά απαραίτητοι ήσαν και οι χτενάδες για τα χτένια του λάκκου που ήσαν πραγματικά έργα τέχνης γιατί θέλανε ψιλοδουλειά από επιδέξια χέρια. Οι πιο πολλοί από τους ξένους αυτούς τεχνίτες τους γυρολόγους έμεναν σε ένα μικρό καλύβι του μπαρμπα-Θοδωρή του Κουτσούγερα,γανωτζήδες, παπουτσήδες, χτενάδες. Η θεια-Θοδωρού τους παραχωρούσε το καλύβι με αντάλλαγμα να επιδιορθώσουν ότι αναχρικό της ήθελε επισκευή.

χτενάς

Ο μουνουχιστής ο γερο-Σιόλας, ένας γραφικός τύπος με τις ρόμπες του, τσαρούχια και το χαρακτηριστικό μπαρέζι στο κεφάλι, ομιλητικός και πάντα γελαστός και αισιόδοξος προ παντός όμως σοβαρός, γιατί η δουλειά που έκανε απαιτούσε υπευθυνότητα έμπειρου και ειδικού που από την επέμβαση του κρεμόταν η ζωή του μουλαριού ή του αλόγου που αναλάμβανε να μουνουχήσει. Το άλογο ή το μουλάρι ήταν τότε ολόκληρη περιουσία. Τα αρσενικά γουρνόπουλα τα μουνούχιζε ο γερο-Ταργατζής παλιά και αργότερα ο Λιάκουρας ο Κουτσούγερας. Ο τέλειος μουνουχιστής, που ποτέ σε όλη του την καριέρα δεν έπαθε ατύχημα. Έδενε τη γουρνοπούλα, που ήταν τεσσάρων ή πέντε μηνών, σε μια ξύλινη σκάλα τρίμετρη και την ακουμπούσε πλαγιαστά σε ένα τοίχο ή στον κορμό κάποιου δέντρου, αυτό ήταν το χειρουργικό κρεβάτι. Εσαπούνιζε και έπλενε την περιοχή της κοιλιάς που θα έκανε την τιμή, στο πλάι στο λάγαρο στο αριστερό μέρος του ζώου, έπλενε με ούζο για τέλεια αποστείρωση και με το νυστέρι έκανε μια μικρή τομή που θα τη θαύμαζε ο καλύτερος χειρούργος, μικρή, ίσα να χωράνε τα δυο του δάχτυλα. Έβρισκε τις ωοθήκες και τις αφαιρούσε. Με ένα σουβλί και βελόνα έραβε την τομή ενώ η γουρνοπούλα είχε ξεσηκώσει το χωριό από τα γκουΐσματα. Τις πιο πολλές φορές δεν έπαιρνε αμοιβή, δεν είχαν ακόμα βγει τα φακελάκια.


Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ - Ε' ΜΕΡΟΣ

Κείμενο Χρήστος Α. Κουτσούγερας, σύνταξη και επεξεργασία Νίκος Αϊβαλής και Ελπίδα Ζωγραφίδου, αρχείο Αρκαδικού Βήματος - Εν Άστρον

Για να καταλάβει κανείς ή καλύτερα να κατανοήσει σε τι κατάσταση ήσαν τότε οι δρόμοι και τι τράβαγαν αυτοί που τους περπατούσαν, είτε πεζοί είτε με ζώα ή αυτοκίνητα, ας πάει μια βόλτα μέχρι τον Άγιο Νικόλα, τον Κακο-Νικόλα του Μπεζενίκου όπως τον λέγαμε τότε. Από εκεί μέχρι του Μπαριοφύλη κάπου 500 μέτρα απόσταση, δίπλα από το ρέμα θα μπορέσει να διακρίνει καθαρά τον παλιό δρόμο. Βέβαια τώρα έχει πήξει στο πουρνάρι αλλά με λίγη προσοχή θα τον αναγνωρίσει από τις μάντρες. Αξίζει τον κόπο, γιατί αυτό είνια το μοναδικό βατό πέρασμα από τη Μαντινεία προς τη Γορτυνία και στη συνέχεια στο νομό της Αχαΐας. Αγιο-Νικόλας λοιπόν με διακριτικό το Μεγάλο Δέντρο (δρυ), το μεγαλύτερο δέντρο στην περιοχή μέχρι το ρέμα στου Μπαριοφύλη 300 περίπου μέτρα από τη διακλάδωση. Από το δρόμο αυτό πέρασε ο Παυσανίας, από εκεί πέρασαν και του Μπραΐμη οι ορδές όταν βάδιζε προς τα Καλάβρυτα. Είναι από τα λίγα σημεία του δρόμου από τη Μαντινεία στην Γορτυνία που σώζεται ανέπαφος μέχρι σήμερα γιατί δεν πέρασε από πάνω του το υνί του αλετριού για να τον κάνει χωράφι, όπως στη Μακρεμαλλιά και στο Δέντρο.

Συνεχίζοντας με τα επαγγέλματα εκείνων των εποχών ας αναφέρουμε και τους πρώτους συστηματικούς σοφατζήδες, τον Γιώργη τον Καρούντζο Τσιουρούφα και τον μαστρο-Γιώργη τον Κολλιντζογιαννάκη που από τα πηλοφόρια τους και τα μουστριά τους περάσανε αμέτρητες αμαξιές λάσπης, άμμου, ασβέστη, τσιμέντου και μάρμαρου και από τα λαρύγγια τους, μπότσες το κρασί. Αυτά με τους τεχνίτες που όπως είπα και στην αρχή δεν ζούσαν μόνο από την τέχνη, αλλά το πιο πολύ από τα χωράφια που είχαν ένα λίγο μεν, αλλά σταθερό εισόδημα. Μόνο ο τσιοπάνης ήταν υποχρεωμένος μέρα νύχτα να βρήσκεται κοντά στα πράματα του, γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Εκτός που έπρεπε να τα προστατεύεις, να τα φυλάς από τους λύκους ή να οδηγείς το κάθε κοπάδι μακριά από αγροζημίες ή αμποδιμένο τόπο, έπρεπε να παρακολουθείς το κάθε σφαχτό, αν είναι καλά, αν τρώει, αν είναι ανήμπορο και δεν μπορεί να ακολουθήσει το κοπάδι, γιατί είναι πράμα ζωντανό που από τη μια στιγμή ως την άλλη δεν ξέρεις τι μπορεί να του συμβεί, από διάφορες αρρώστιες ή ατυχήματα. Ο τσιοπάνης έχει τέτοια επαφή με το κοπάδι του και τέτοια παρατηρητικότητα, που και πεντακόσια γίδια ή πρόβατα να έχει μπροστά του θα καταλάβει αν του λείπει κάποιο, θα το αναζητήσει γιατί με το κάθε ζώο έχει κάποιο δεσμό, που κάθε ημέρα αναπτύσσεται περισσότερο. Ακόμα ο τσιοπάνης εκείνα τα χρόνια στεκόταν νύχτα και ημέρα κοντά στο κοπάδι του γιατί η κλεψιά ήτανε φαινόμενο καθημερινό. Την εποχή μετά την απελευθέρωση το 1830 και μετά, κατσικοκλέφτες μπορούσαν να σου πάρουν δέκα - είκοσι σφαχτά και την άλλη ημέρα να τα έχουν πουλήσει στην Κόρινθο καθώς ούτε αστυνόμευση συστηματική υπήρχε ούτε τηλέφωνα ούτε άλλα συγκοινωνιακά μέσα για να διευκολύνουν τις έρευνες για τη σύλληψη τους. Οι ληστές βέβαια που έδρασαν στα μέρη μας όπως ο Λίγγος και ο Καβουρίνος από το χωριό μας στα μέσα του προσπερασμένου αιώνα, δεν ήσανε ζωοκλέφτες, αυτοί είχανε στο μάτι γερές μπάζες από χρήματα και χρυσαφικά που έπαιρναν.

τσιοπάνης εποχής

Εκτός από τις εξόδους που έκαναν οι νέοι μπουλούκια μπουλούκια για αναζήτηση εργασίας προς τις έφορες παραθαλάσσιες περιοχές των γειτονικών νομών Κορινθίας, Ηλείας και Αχαΐας για το σκάψιμο της σταφίδας ή για άλλες αγροτικές εργασίες κατά τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο παρουσιάστηκε κατά καιρούς εργασία με τη διάνοιξη του δρόμου από Βλαχέρνα προς Βυτίνα μέσω Μοσχολάγγαδου - Κλεισούρας προς την πλευρά της Καμενίτσας. Οι εργασίες γι' αυτό το δρόμο κράτησαν οχτώ περίπου χρόνια, από το 1927 και μετά. Εκεί εργάστηκαν αρκετοί νέοι και νέες κοπέλες σπάζοντας τις πέτρες με σφυριά σιδερένια και τα έστρωναν πάνω στο δρόμο σε φάρδος πέντε περίπου μέτρων, που μετά πατιόταν από κύλινδρο.

Βλαχέρνα

Μέχρι το 1923 πολύς κόσμος άντρες και γυναίκες δούλευαν στις καλλιέργειες και στην επεξεργασία χασισιού που γινόνταν στις αναπτυγμένες βιοτεχνίες στο Λεβίδι. Πολλά από τα χωράφια του Μπεζενίκου και του μεγάλου Ορχομένιου πεδίου που εκτείνεται κάτω από το Λεβίδι ήσαν χασισοκαλλιέργειες με μεγάλη απόδοση. Η απαγόρευση της καλλιέργειας αυτής έγινε όταν ήταν πρωθυπουργός της χώρας ο μεγάλος πολιτικός άνδρας της εποχής ο συμπατριώτης μας Αρκάς από το Λεβίδι Αλέξανδρος Παπαναστασίου το 1924, που ανακήρυξε τη Δημοκρατία αφού πρώτα κατάργησε τη δυναστεία των Γκλύξμπουργκ. Ο πολιτικός που συνέβαλε πολύ στην αποκατάσταση ακτημόνων αγροτών καταργώντας τα τσιφλίκια σε πολλές περιοχές της χώρας και που όλος ο βίος του ήταν ένας συνεχής αγώνας για την εξάλειψη της φτώχειας. Τα οράματα και τα ιδανικά που είχε είναι αποτυπωμένα σε λόγους και κείμενα που συγκλονίζουν, όπως: "Αυτό που καθόρισε τη στάση μου και τις θέσεις μου στην πολιτική...", έλεγε, "...και σε όλη τη σταδιοδρομία, ήταν η ζωή των συμπατριωτών μου αγροτών. Καθώς από μικρός τους έβλεπα να γυρίζουν αργά το βράδυ από τον κάμπο κατάκοποι και καταϊδρωμένοι αυτοί και τα ζώα τους. Όλη την ημέρα όργωναν ή έσκαβαν κι έσπερναν χωρίς να είναι σίγουροι ότι θα θερίσουν, άλλοτε επειδή τα χωράφια πνίγονταν από τα νερά της λίμνης κι άλλοτε από άλλες θεομηνίες, ξηρασίες και αντίξοες καιρικές συνθήκες που κατέστρεφαν τα σπαρτά τους. Αυτό τους Κατέβαλε. Στο βλέμμα τους και γενικά στα πρόσωπα τους ήταν ζωγραφισμένη η ανασφάλεια και οι βασανιστικές σκέψεις στα οικονομικά αδιέξοδα που τους οδηγούσαν στα χρέη και τις τοκογλυφίες των εκμεταλλευτών, για την αντιμετώπιση ζωτικών αναγκών που είχαν οι πολυμελείς οικογένειες τους, εφτά, οχτώ, αλλά και δέκα ή και περισσότερα παιδιά ο καθένας."

Αλέξανδρος Παπαναστασίου
(8/7/1876 - 17/11/1936)

Πολλοί από εμάς αλλά και από τα γύρω χωριά όταν είμαστε νέοι και τύχαινε να βρiσκόμαστε μακρiά από την Αρκαδία και μας ρωτούσαν: "από που είσαι;", απαντούσαμε με περηφάνια, από το Λεβίδι! Ότι δεν είμαστε τυχαίοι, ότι είμαστε από την πατρίδα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου.

Λεβίδι Αρκαδίας


Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ - Δ' ΜΕΡΟΣ

Κείμενο Χρήστος Α. Κουτσούγερας, σύνταξη και επεξεργασία Νίκος Αϊβαλής και Ελπίδα Ζωγραφίδου, αρχείο Αρκαδικού Βήματος - Εν Άστρον

Στο χωριό είχαν και λίγα μελίσσια. Εκεί που έχει την αποθήκη του ο Παναγιώτης ο Παπαχρόνης και ο γερο-Βασίλης ο Δρακόπουλος εκεί κοντά δίπλα από το σπίτι του. Πρωτόγονα πράματα. Τα είχαν μέσα σε κουβέλι (κυψέλη), σε κούφια κωλορίζια από κούτσουρο ελάτου. Το Μάη την άνοιξη που τα μελίσσια απόλαγαν, έβλεπες τη γρια Παπαδοθανάσενα να κρατάει στα χέρια δυο πέτρες και να τις βαράει ρυθμικά, σαν να βαρεί παλαμάκια φωνάζοντας σαν να έλεγε τραγούδι: "κατσ' μάνα, κατσ' μάνα", παρακαλούσε τη μάνα, τη βασίλισσα να ηρεμήσει και να συγκεντρώσει το αναστατωμένο μελίσσι γύρω της, να μη χαθεί στα βουνά. Και όταν θα μαζευόταν σα μπάλα γύρω από τη βασίλισσα ήταν εύκολο πια να το μαζέψουν το βράδυ και να το βάλουν σε καινούριο κουβέλι.

Μαίναλο

Με τις ανάγκες που εμφανιζόσαν ξεφύτρωναν και διάφοροι αυτοδίδακτοι τεχνίτες μαστόροι που με τον καιρό αποχτούσαν πείρα και είχαν την εξέλιξη και ασκούσαν επάγγελμα δίπλα στο κύριο επάγγελμα που ήταν γεωργοί. Έτσι βλέπουμε τους τσαγκάρηδες. Πρώτος ο Θανάσης ο Παπαχρόνης του Καΐρη χωμένος σε ένα σκοτεινό δωματιάκι δύο επί δύο με το κοντό τραπέζι του γεμάτο πρόκες, ξυλόπροκες, σουβλιά και βελόνες και προκαδούρα για τις σόλες. Τα αδέρφια ο Αγγελής και ο Βασίλης Σταυρόπουλοι του Θανάση του Τσιαγγούρη είχαν καλό υποδηματοποιείο, χωρίς ταμπέλα βέβαια, στο ισόγειο του σπιτιού τους. Ο Νίκος ο Κατσουλής του Τιοβίνη, στο ισόγειο του σπιτιού του. Ο Νίκος ο Παπαναστασίου με το τσαγκαράδικο στου Κωτσιαλή του Τσαρουχά το ισόγειο. Εκεί κοντά στον Νίκο έμαθε και ο Κωτσιαλής τη δουλειά. Ο Σύμος ο Τσαρουχάς στο ισόγειο του σπιτιού του, ο Κώστας ο Καβουρίνος στο ισόγειο του σπιτιού του και αυτός. Οι τρεις τελευταίοι δεν είχαν κατορθώσει να λέγονται τσαγκάρηδες, περισσότερο μπαλωμάτηδες.

τα εργαλεία του τσαγκάρη

Κάποιο φεγγάρι το 1930 ήρθε από τη Χωτούσα ένας Βράκας, τσαγκάρης καλός και άνοιξε μαγαζί με ενοίκιο στο ισόγειο του σπιτιού του γερο-Αντώνη του Κολλίντζα. Πολλές φορές όταν έκανε καλός καιρός ερχόσαν από τη Γορτυνία παπουτσήδες υπαίθριοι αυτοί κι έπιαναν κάποιο κεντρικό πόστο όπως το Λολωνέϊκο πλάτανο δίπλα στη μεσαία βρύση. Με τις μεγάλες τους μπροστοποδιές τις πάντοτε λερωμένες. Με ένα ρολό δέρμα για ξαχνάριασμα, με το σιδερένιο καλαπόδι κι έναν παλιοντενεκέ στο πλάϊ με θολό νερό για να απαλαίνουν τα σκληρά δέρματα που ήθελαν μπάλωμα. "Παπούτσια να μπαλώνωωωωω!", γύριζαν σ' όλο το χωιό, από την απάνω μεριά ως κάτω για να πληροφορηθούν όλοι τον ερχομό τους και να δώσουν ό,τι είχαν για επισκευή. Η πελατεία τους όμως δεν ήτανε πολύ μεγάλη. Λίγοι, πολύ λίγοι φορούσαν τότε παπούτσια, οι πιο πολλοί την έβγαζαν με γουρνοτσάρουχα ή γκουΐλες από λάστιχα αυτοκινήτου ή σαμπρέλες. 

η ιστορική δουλειά του τσαγκάρη

Για τις γυναίκες να μη συζητάμε. Όλες ήσαν ξυπόλυτες. Ένα ζευγάρι είχανε, ίσως το νυφικό τους αν και αυτό δεν ήτανε δανεικό, το φυλάγανε σαν τα μάτια τους και μόνο όταν πήγαιναν στην εκκλησιά τα φόραγαν. Αλλά και εκείνα όσο περνούσανε τα χρόνια δεν τους ερχόσαν, τις εστένευαν γιατί από την ξυπολυσιά φάρδαιναν τα πόδια τους και δε χωράγαν στα παπούτσια. Όσο για τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ήταν αδιανόητο να ποδεθούν. Στο σχολείο ξυπόλυτα, στις δουλείες στις πέτρες, στις λάσπες, στο χίονι. Μια συχνή πάθηση στα πόδια κάτω στα πέλματα, ήταν ο λιθαροπάτης. Από τα χτυπήματα σε πέτρες γινόσαν φλεγμονές με τεράστια αποστήματα που πόναγαν ανυπόφορα. Τους έβαζαν αναληψιάτικο βούτυρο για να μαλακώσουν και όταν τα αποστήματα σπάγανε, τους έβαζαν ελατόπισσα για να τραβήξει το πύον, για να γείανει η πληγή.

η γιορτή του τσοπάνη, στην Βλαχέρνα Αρκαδίας
μια όμορφη καλοκαιρινή εκδήλωση του χωριού

Όλες σχεδόν οι νοικοκυρές και ιδιαίτερα τις νύχτες του χειμώνα είχαν σαν ασχολία την επεξεργασία των μαλλιών από τα πρόβατα και τα γίδια. Έπρεπε να ξάνουν με τα χέρια τα μαλλιά να τα περάσουν από τα λανάρια, να τα κάνουν τουλούπες και από τις ρόκες με το αδράχτι ή τη δρούγα να τα γνέσουν μέχρι να φτάσουν στον αργαλειό να υφανθούν ή στα βελόνια να γίνουν πλεχτά. Όλα τους τα ρούχα ήσαν χειροποίητα. Ορισμένες γυναίκες, πολύ λίγες ήξεραν να φτιάχνουν το βιλάρι που το τοποθετούσαν στο λάκκο για να το υφάνουν. Περνούσαν από τις τυλίχτρες στα μυτάρια και στα χτένια μία μία τις κλωστές, δουλειά πολύπλοκη που ήθελε μεγάλη προσοχή γιατί έβαζε τις βάσεις για το σχέδιο που θα είχε το ύφασμα. Σε αυτή τη δύσκολη δουλειά αναδείχτηκαν από πολύ παλιά η κυρα-Τάσενα Κολλιντζογιαννάκη, η νονά μου που το όνομα της ήτανε Χριστίτσα, η κυρα-Μαστορίνα, η θεία Αγγέλω του Κοκκινάκου και η κυρα-Τρισεύγενη, η Γιώργενα του Βάγια. Εκεί στην αυλή του σπιτιού μου είχαν φροντίσει και είχαν μπήξει δυο τυλίχτρες, όπου επάνω τυλήγανε το βιλάρι. Έτσι είχα την ευκαιρία από πολύ μικρός να παρακολουθώ αυτή την εργασία που έπρεπε να απασχολούνται συγχρόνως έξι γυναίκες το λιγότερο. Όλα τα ρούχα που φόραγαν, γινόσαν από το ύφασμα αυτό.

γυναίκες στον αργαλειό

Κατά τη δεκαετία του 1920 εμφανίστηκε και το αυτοκίνητο, που ήταν ανάμικτο και επιβατηγό αλλά και φορτηγό. Ο Βασίλης ο Κουτσούγερας ο Σιλοχίας που ήρθε οικονομημένος από την Αμερική, αγόρασε σπίτι στην Τρίπολη και ένα αυτοκίνητο και το έβαλε στη γραμμή Τρίπολη - Μαζέϊκα. Συγχρόνως και οι Νταραίοι Χαραλαμποπουλαίοι έβαλαν στην ίδια γραμή δικό τους αυτοκίνητο αρχίζοντας έτσι έναν ασύμφορο και για τους δυο αυτοκινητιστές συναγωνισμό. Ο Βασίλης Κουτσούγερας έβαλε σωφέρ τον αδερφό του, τον Νικόλα τον Πανουτσάρα, που τον ακολούθησε σαν βοηθός ο αδεφός του ο Μπίρμπος. Μεγάλο φορτηγό είχε και ο Παναγιώτης Κοκκινάκος αργότερα. Άλλοι σωφέρ στο χωριό ήσαν ο Θοδωρής ο Κουριάμπαλης, ο Γρίβας του Φαρμάκη, ο Σταύρος του Στεφανή του Παπαχρόνη με φορτηγό δικό του, ο Σπύρος ο Παπαχρόνης ο Τσέρος, ο Γιώργος Κουνέλης και ο Λυκούργος Κολλίντζας με δικά τους φορτηγά. 

τα πρώτα αυτοκίνητα στην Ελλάδα

Ο δρόμος από την Τρίπολη ως τη Βλαχέρνα ήταν κατά τη δεκαετία του 1920 αμαξητός σκυρόδρομος χωρίς άσφαλτο. Από 'κει και πέρα προς τα Μαζέϊκα ήταν ένας άθλιος μουλαρόδρομος, χωματόδρομος στενός, με πέτρες, χωρίς γεφύρια, με λάσπες όταν έβρεχε και πολλές λακούβες. Προς τη Βυτίνα άρχισε να ανοίγεται ο δρόμος κατά τη δεκαετία του 1920 και ετελείωσε στις αρχές του 1930, ήτανε δε ο πρώτος δρόμος ασφαλτοστρωμένος και με προφυλακτική μαστορική μάντρα προς την κατηφόρα της Καμενίτσας και της Κλεισούρας. Οι δρόμοι αυτοί και τα αυτοκίνητα έκαμαν πιο εύκολη τη μεταφορά των αγροτικών προϊόντων από τα χωριά της Αχαΐας που είχανε καλές παραγωγές από τα έφορα ποτιστικά χωράφια τους. Ενώ παλιότερα ήτανε δύσκολη και κοπιαστική η μεταφορά με τα ζώα καθώς οι αποστάσεις ήσανε μεγάλες και οι δυσκολίες γινόσαν μεγαλύτερες από τις άσχημες καιρικές συνθήκες: χιόνια, βροχές, πάγοι.

Αναδρομή στην Αρκαδία - Γ' Μέρος

Αναδρομή στην Αρκαδία - Ε' Μέρος