Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

Κείμενο και έρευνα του Νίκου Αϊβαλή

Στα μέχρι τώρα άρθρα της σελίδας μας, έχουμε αναφερθεί σε διάφορα είδη ζώων, ενδημικών και μη, που κατοικούν στην Πελοπόννησο ή περνάνε από αυτήν, αν είναι μεταναστευτικά. Αξίζει να γνωρίσουμε καλύτερα κάποια από αυτά τα είδη, έτσι ώστε εάν κάποιος βρεθεί στον τόπο αυτών των πλασμάτων, να μπορεί να αναγνωρίσει κάποια από αυτά τα είδη. Σε όλη την Πελοπόννησο συναντάμε λαγούς, αγριογούρουνα, ασβούς, κουνάβια και άλλα είδη, γι αυτό θα αναφερθούμε στα πιο σπάνια είδη που αναγράφονται στα άρθρα μας.



Ξεκινώντας, αρχίζουμε από την ορνιθοπανίδα, ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της πανίδας του τόπου μας. Σαφώς δεν γίνεται να γράψουμε για όλα τα είδη, γι αυτό όπως προαναφέραμε, θα αναφερθούμε στα λίγο πιο σπάνια ήδη, χωρίς αυτό φυσικά να μειώνει την οικολογική αξία όλης της πανίδας στο σύνολο της. Στο πρώτο άρθρο μας, αυτό για τον Ταΰγετο, συναντάμε τον μεγαλοπρεπή χρυσαετό (Aquila chrysaetos). Ο χρυσαετός είναι το μεγαλύτερο είδος αετού που φωλιάζει στην Ελλάδα και ο πέμπτος μεγαλύτερος σε άνοιγμα φτερών στον κόσμο. Το όνομα του παραπέμπει στην χρυσαφένια απόχρωση του τραχήλου του πτηνού. Η εξάπλωση του είναι από το βόριο τμήμα της Αμερικής, την νότια Ευρώπη, έως τα βάθη της Ασίας. Ζει κυρίως σε μεγάλα υψόμετρα, όπως και στον Ταΰγετο, όπου κυνηγά και αναπαράγεται. Το άνοιγμα των φτερών του είναι από 188 εκατοστά έως 254 εκατοστά, η μέση ταχύτητα του είναι 50 χιλιόμετρα την ώρα, η μέγιστη επιτάχυνση του είναι 130 χιλιόμετρα την ώρα, ενώ σε κάθετη εφόρμηση μπορεί να φτάσει μέχρι τα 240 χιλιόμετρα την ώρα. Κυνηγά συνήθως μικρά και μεσαία θηράματα. Ο χρυσαετός είναι πάρα πολύ δυνατός, καθώς τα γαμψά του νύχια μπορούν να ασκήσουν πίεση 230 κιλών, δεκαπλάσια δύναμη περίπου από αυτή που ασκεί ένα ανθρώπινο χέρι. Στην Ελλάδα παλαιότερα ήταν πολύ διαδεδομένο είδος, όμως με την καταστροφή των βιότοπων του, έμεινε σε πραγματικά ελάχιστα σημεία, στα ορεινά του Ταΰγετου στην Πελοπόννησο (είχε καταγραφεί και κοντά στον υγρότοπο Μούστου), στα ορεινά της Κρήτης, στα ορεινά της Πίνδου και της Θράκης.

χρυσαετός

Ένα άλλο είδος αετού που έχουμε συναντήσει, είναι ο σπιζαετός (Aquila fasciata). Τον βρίσκουμε στην βόρεια Αφρική, στην νότια Ευρώπη κυρίως Ελλάδα και Ισπανία, ενώ φτάνει μέχρι την Ινδία και κάποια κομμάτια της νότιας Κίνας. Ο Σπιζαετός συχνάζει κυρίως σε ξηρές, ορεινές περιοχές με βράχια, αλλά εκτός αναπαραγωγικής περιόδου μπορεί να βρεθεί ακόμη και σε υγροτόπους. Στον Ταΰγετο τον βρίσκουμε να φωλιάζει πολλές φορές σε φαράγγια. Είναι σαφώς μικρότερος από τον χρυσαετό, το άνοιγμα φτερών του είναι από 150 εκατοστά έως 175 εκατοστά, ενώ λόγο του μεγέθους του πολλοί τον μπερδεύουν με γεράκι, καθώς είναι αρκετά ταχύς και ευέλικτος, σε σχέση με άλλα είδη αετών. Σε σχέση με τον μεταναστευτικό χρυσαετό, ο σπιζαετός είναι επιδημητικός, παραμένει όλο τον χρόνο σε μια περιοχή. Όπως και ο χρυσαετός, έτσι και ο σπιζαετός, λόγο της καταστροφής των βιοτόπων του και της λαθροθηρίας, τον βρίσκουμε πλέον κυρίως στον Ταΰγετο στην Πελοπόννησο, στον Έβρο σε ελάχιστους πληθυσμούς, καθώς και σε κάποια νησιά επίσης σε ελάχιστους πληθυσμούς.

σπιζαετός

Καλαμόκιρκος (Circus aeruginosus), τον έχουμε συναντήσει στον υγρότοπο Μούστου, καθώς και στην λίμνη Τάκα, στην Τεγέα. Είναι ημερόβιο πτηνό και ένας από τους κίρκους (πχ λιβαδόκιρκος, στεπόκιρκος και άλλα) που συναντάμε στην Ελλάδα. Η λατινική ονομασία του, παραπέμπει στο χαλκόχρωμο χρώμα του πτηνού, ενώ η ελληνική ονομασία παραπέμπει στους βιότοπους του πτηνού. Η εξάπλωση του, είναι κυρίως στην Ευρώπη, την Μέση Ανατολή, σε κάποια σημεία της βορειοδυτικής Αφρικής, καθώς και κάποια σημεία της Ασίας στον νότο. Όπως λέει και το όνομα του, τον συναντάμε κυρίως σε υγρότοπους με καλαμώνες, σε χορτολιβαδικές εκτάσεις, δέλτα ποταμών και λιμνοθάλασσες. Ο καλαμόκιρκος είναι ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός κίρκος, στο μέγεθος περίπου μιας γερακίνας. Το άνοιγμα των πτερών του είναι από 110 εκατοστά έως 130 εκατοστά. Στη πτήση έχει ένα χαρακτηριστικό που έχουν οι κίρκοι και τους ξεχωρίζει από τα γεράκια, πετάνε με ανορθωμένα τα φτερά σε σχήμα V, έχοντας κρεμασμένα τα πόδια τους, ενώ κάνουν συχά απότομα σταματήματα και μικρές βουτιές, καθώς πετάει χαμηλά, κοντά στις καλαμιές αναζητώντας θηράματα. Είναι και αυτός, όπως και ο σπιζαετός, επιδημητικό είδος. Στην Ελλάδα τον βρίσκουμε σε υγρότοπους, όπως αναφέραμε τον υγρότοπο Μούστου και την λίμνη Τάκα, όμως κινδυνεύει από τις αποξηράνσεις των υγρότοπων και την λαθροθηρία, η οποία μειώνει σημαντικά τον πληθυσμό του καλαμόκιρκου.

καλαμόκιρκος

Γερακίνα (Buteo buteo), ένα σχεδόν θρυλικό πτηνό για την Ελλάδα, το οποίο έχει γίνει ακόμα και τραγούδι (Στέλιος Καζαντζίδης - της γερακίνας γιος). Ημερόβιο αρπακτικό όπως και ο καλαμόκιρκος. Την συναντάμε σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και την Ρωσία. Στην Μέση Ανατολή και ένα τμήμα της ανατολικής Αφρικής, βρίσκουμε επίσης την γερακίνα, όπου όμως δεν αναπαράγεται εκεί, αλλά διαμένει μονάχα κάποιες εποχές του χρόνου. Στην Ελλάδα είναι επιδημητικό είδος, μόνιμος κάτοικος δηλαδή και το συναντάμε στον Ταΰγετο, στον Αλφειό, στο δέλτα του Ευρώτα, στην λίμνη Τάκα και σε άλλες περιοχές, όπου ευτυχώς δεν διατρέχει άμεσο κίνδυνο ο πληθυσμός της. Ζει σε μικρά δάση, λιβάδια, θαμνότοπους και σε πρόποδες βουνών. Η γερακίνα είναι στιβαρό αρπακτικό, αλλά δύσκολα ξεχωρίζει από άλλα αρπακτικά, που είναι σχεδόν ίδιου μεγέθους. 'Εχει άνοιγμα φτερών από 117 εκατοστά έως 140 εκατοστά. Έχει κομψό και σταθερό πέταγμα, σε αντίθεση με τον καλαμόκιρκο.

γερακίνα

Ένα άλλο πτηνό που χει τη δική του θέση στην λαογραφία και στα τραγούδια της Ελλάδας, είναι η πέρδικα ή πετροπέρδικα ή βουνίσια πέρδικα ή ορεινή πέρδικα (Alectoris graeca). Τη συναντάμε σε πολλά τραγούδια, με ίσως πιο γνωστό αυτό που την συνδέει και με την Πελοπόννησο, το παραδοσιακό ηρωικό τσάμικο "περδικούλα του Μοριά". Η πέρδικα ήταν πολύ γνωστή και στους αρχαίους Έλληνες, καθώς αναφέρεται στις Όρνιθες του Αριστοφάνη, ενώ ο Θεόφραστος υποστήριζε ότι η πέρδικα παραλλάζει τη φωνή της. Οι αρχαίοι Αθηναίοι την θεωρούσαν ως ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα εδέσματα. Το όνομα του γένους (alectoris) προέρχεται από την αρχαία Ελληνική, αλεκτορίς, που αναφερόταν σε οικόσιτα κοτόπουλα. Η πετροπέρδικα είναι ενδημικό πτηνό της νότιας Ευρώπης και των Βαλκανίων, από την Ιταλία, έως την Ελλάδα, την Βουλγαρία και την Σερβία. Απαντάται σε όλη την Πελοπόννησο και σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς και σε κάποια Ιόνια νησιά. Όπως μαρτυρά και το όνομα της, ζει σε βραχώδης πλαγιές, κυρίως στα βουνά, αν και μπορεί να ζήσει και σε παραθαλάσσιες περιοχές όταν δεν κινδυνεύει από τους κυνηγούς. Έχει γκρίζο χρώμα με καστανόγκριζη ράχη, λευκά πλευρά με μαύρες ραβδώσεις κόκκινα πόδια, ράμφος και δαχτυλίδι ματιού και λευκή τραχηλιά με μαύρο περιθώριο. Είναι μικροκαμωμένη, μόλις 33 με 36 εκατοστά μήκος και άνοιγμα φτερών 46 έως 53 εκατοστά. Καθώς είναι πτηνό του εδάφους, πετάει μόνο σε ανάγκη, χαμηλά και με γρήγορα φτεροκοπήματα. Η πετροπέρδικα, παραδοσιακό πτηνό της Ελλάδας, αντιμετωπίζει πολλούς κινδύνους, όπως την έντονη θήρευση, αλλά και τον υβριδισμό με νησιωτικές πέρδικες, που απελευθερώνονται ανεξέλεγκτα κατά χιλιάδες για κυνηγετική κάρπωση, όπως στα Κύθηρα, όπου όλος ο πληθυσμός χαρακτηρίζεται πλέον ως υβριδικός, με αποτέλεσμα να εξαφανίζεται το είδος της πετροπέρδικα.

πετροπέρδικα

Φεύγοντας από την ορνιθοπανίδα, πάμε στην ερπετοπανίδα, εκεί όπου συναντάμε τέσσερις ενδημικές σαύρες, σχεδόν σε όλα τα άρθρα μας, από τον Ταΰγετο, τον Ευρώτα, τον Αλφειό, τον Λάδωνα, έως τον υγρότοπο Μούστου. Η πρώτη είναι η μοραϊτόσαυρα (Algyroides moreoticus). Είναι ενδημικό είδος της Ελλάδας και της Πελοποννήσου, το οποίο συμαίνει πως δεν θα την βρούμε πουθενά αλλού στον κόσμο. Το μέγεθος της είναι 10 εκατοστά με την ουρά, ημερόβια, γρήγορη και ευέλικτη. Την συναντάμε έως τα 1200 μέτρα υψόμετρο σε θαμνώδεις περιοχές. Είναι πιο εύκολο να την συναντήσουμε την άνοιξη, καθώς το καλοκαίρι κρύβεται, αποφεύγοντας τις υψηλές θερμοκρασίες. Οι χρωματισμοί ποικίλουν ανάλογα με το φύλο και την ηλικία του ατόμου, από ανοιχτό καστανό, έως σκούρο καφέ χρώμα.

μοραϊτόσαυρα

Δεύτερη είναι η γραικόσαυρα (Hellenolacerta graeca). Ενδημικό είδος της Πελοποννήσου και αυτή, ζει κοντά σε δάση, αλλά και σε θαμνώδεις περιοχές, πάντα κοντά σε πετρώδες έδαφος, γι αυτό μερικές φορές έχει το παρατσούκλι πετρόσαυρα. Το μέγεθος της είναι περίπου 16 εκατοστά με την ουρά. Το σώμα της είναι κάπως πλατύ, ενώ τα πόδια είναι μακρά και λεπτά. Το χρώμα είναι συνήθως γυαλιστερό καφέ, αλλά μπορεί να είναι και κιτρινωπό καφέ, με μια ελαφρά κοκκινωπή απόχρωση. Την βρίσκουμε έως τα 1600 μέτρα υψόμετρο, αλλά συνήθως τους πιο πολλούς πληθυσμούς τους βρίσκουμε από 300 έως 700 μέτρα. Είναι ευκίνητο είδος και ανεβαίνει σε βράχους, τοίχους και κορμούς δέντρων, ενώ αποφεύγει να παραμένει για πολλές ώρες στον ήλιο. Οι κύριες απειλές που αντιμετωπίζει γραικόσαυρα, είναι οι πυρκαγιές και η φύτευση ευκαλύπτων στη θέση της φυσικής βλάστησης της περιοχής.

γραικόσαυρα

Τρίτη είναι η πελοποννησιακή γουστέρα (Podarcis peloponnesiacus). Επίσης ενδημικό είδος της Πελοποννήσου. Κατοικεί σε βραχώδεις περιοχές, βοσκοτόπια και αγρούς. Την βρίσκουμε έως τα 2000 μέτρα υψόμετρο. Είναι μεγαλύτερη από την γραικόσαυρα, το μέγεθος της είναι περίπου 18 εκατοστά με την ουρά. Τα χρώματα της σαύρας είναι γκριζωπό καφέ, με μια ανοιχτή σπονδυλική λωρίδα. Το κάτω μέρος είναι κόκκινο, πορτοκαλί ή λευκό. Είναι ένα ευκίνητο είδος και αναρριχάται σε βράχους, τοίχους και κορμούς δέντρων, ενώ μπορεί να κάνει μακρά άλματα μεταξύ των βράχων.

πελοποννησιακή γουστέρα

Τέλος, τέταρτο είδος είναι ο οφιόμορος (Ophiomorus punctatissimus). Ένα είδος σαύρας που πολλοί μπορεί να το μπερδέψουν με φίδι, εξού και η ονομασία του, αφού δεν έχει πόδια και δυστυχώς πολλοί το σκοτώνουν ως φίδι, ενώ είναι εντελώς ακίνδυνο, αφού δεν διαθέτει δηλητήριο καθώς τρέφεται μόνο με ασπόνδυλα. Το μέγεθος της είναι 18 εκατοστά με την ουρά. Ενδημικό είδος της Πελοποννήσου, προτιμά περιοχές με χαμηλή βλάστηση έως τα 900 μέτρα υψόμετρο, κρύβεται κάτω από πέτρες ή θάβεται σε μαλακό χώμα. Αποφεύγει όπως και οι άλλες τρεις σαύρες, τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού.

οφιόμορος

Στα θηλαστικά τώρα, λίγοι γνωρίζουν πως ένα από τα πιο σπάνια είδη παρότι διάσημο, είναι το τσακάλι ή αλλιώς χρυσό τσακάλι (Canis aureus). Το συναντάμε στον Ταΰγετο, στον υγρότοπο Μούστου, αλλά και σε άλλα σημεία της Ελλάδας, όπως στον Έβρο, την κεντρική Μακεδονία και στη Σάμο, το μόνο νησί που βρίσκουμε τσακάλι. Πραγματικά παρεξηγημένο θηλαστικό, αδίκως κυνηγημένο, αφού είναι πτωματοφάγο. Είναι σε άμεση απειλή, αφού πλέον υπάρχουν μόνο  1500 καταγεγραμμένα ζώα. Ζει μέχρι τα 600 μέτρα υψόμετρο, σε δάση και πρόποδες βουνών. Με την εντατικοποίηση της κτηνοτροφίας, αλλάζουν δραματικά οι βιότοποι του τσακαλιού, με αποτέλεσμα να εξαφανίζεται σταθερά και γρήγορα από την Ελληνική γη, όπου μαζί με την Βουλγαρία, είναι τα δύο τελευταία μέρη στην Ευρώπη που βρίσκουμε το τσακάλι, καθώς ήδη έχει εξαφανιστεί σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Το τσακάλι μοιάζει πολύ με λύκο, αλλά είναι πολύ μικρότερο σε μέγεθος και ελαφρύτερο (70 με 80 εκατοστά μήκος, ύψος 40 με 50 εκατοστά και βάρος 11 με 14 κιλά). Η γούνα του τον χειμώνα είναι είτε κόκκινη γκρι με μαύρους τόνους που οφείλονται σε μαύρες τρίχες, είτε ένα φωτεινότερο κόκκινο της σκουριάς.  Είναι ντροπαλό είδος και σπάνια έρχεται σε άμεση επαφή με τον άνθρωπο, ενώ το πιο χαρακτηριστικό του είδους, είναι το ουρλιαχτό του τα βράδια.

τσακάλι

Ένα άλλο είδος είναι η βίδρα ή ευρωπαϊκή βίδρα (Lutra lutra), την οποία συναντάμε στον Αλφειό, στον Λάδωνα, στον Ευρώτα, καθώς και σε άλλα σημεία της Ελλάδας. Κάτοικος ποταμών και λιμνών με γλυκό νερό, αλλά καμιά φορά και υφάλμυρων νερών, με μακρύ κορμί, ελαστικό, μυώδες με παχιά γούνα χρώματος καφέ. Έχει κοντά πόδια, όμως κολυμπά εξαιρετικά γρήγορα, κουνώντας την ουρά της και τα πίσω πόδια. Τρώει έντομα, βατράχους και μικρότερα θηλαστικά. Έχει μήκος από 92 έως 140 εκατοστά με την ουρά και βάρος από 5 μέχρι 12 κιλά. Αρκετά παιχνιδιάρικη, συχνά παίζει ή κυνηγά στις όχθες των ποταμών.

βίδρα

Ένα σπάνιο είδος είναι ο νανοκρικετός (Cricetulus migratorius), που συναντάμε στη λίμνη Τάκα, στην Τεγέα. Η εξάπλωση του είναι από την ανατολική Ευρώπη, την Ρωσία, την κεντρική Ασία, έως την δυτική Κίνα. Στην Ελλάδα το βρίσκουμε μόνο στην Αρκαδία, όπως προαναφέραμε, στην Αχαΐα, την Κορινθία και την Φωκίδα. Είναι σε μεγάλη μείωση ο πληθυσμός του λόγο των φυτοφαρμάκων. Αυτό το τρωκτικό, που ανήκει στην κατηγορία των χάμστερ (αγγλική ονομασία grey dwarf hamster), είναι γκρίζο το χρώμα του με μεγάλα αυτιά, ενώ το μέγεθος του είναι μόλις 130 χιλιοστά. Ζει σε πάνω από 600 μέτρα υψόμετρο, σε θαμνώδεις περιοχές καθώς αποφεύγει τα πυκνά δάση.

νανοκρικετός

Το άλλο είδος που επίσης συναντάμε στην λίμνη Τάκα, είναι η λευκονυχτερίδα (Pipistrellus kuhlii). Με μέγεθος μόλις 5 εκατοστά, ζει κυρίως στην βόρεια Αφρική, την νότια Ευρώπη και την δυτική Ασία. Την βρίσκουμε σε εύκρατα δάση, αλλά και σε θαμνώδη εδάφη, σε περιοχές μεσογειακού τύπου. Παρά το παραπλανητικό του ονόματος, δεν είναι λευκή, αλλά καφέ χρώματος με μια μικρή λευκή ρίγα κάτω από το φτερό. Βρίσκει καταφύγιο σε σχισμές και ανοίγματα σε τοίχους κτιρίων, σε γέφυρες, στις σκεπές παλιών σπιτιών, αλλά και σε δέντρα. Τρέφεται με μικρά ιπτάμενα έντομα, όπως μυγάκια, κουνούπια και μικρές νυχτοπεταλούδες. Παρά την επικρατέστερη άποψη πως οι νυχτερίδες είναι τυφλές, η λευκονυχτερίδα έχει πολύ καλή όραση, κάτι που την κάνει εξαιρετικά αποτελεσματική στο κυνήγι εντόμων.

λευκονυχτερίδα

Περνώντας στην ιχθυοπανίδα, ξεκινάμε με ένα μικρό σπανιότατο ψαράκι, με το αστείο όνομα Ζαχαριάς αλμυρής (Aphanius almiriensis). Ο Ζαχαρίας σε διεθνές επίπεδο χαρακτηρίζεται ως "κρισίμος κινδυνεύον" και υπάρχει μόνο στα υφάλμυρα νερά του Μούστου σε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς είναι ενδημικό της Πελοποννήσου αλλά και αρκετά σπάνιο είδος. Έχει μόλις 4 εκατοστά μέγεθος, δεν έχει αλιευτική αξία, όμως έχει τεράστια οικολογική αξία. Ζει σε υφάλμυρα νερά με ήρεμη ροή και σε μικρό βάθος, εκεί όπου η βλάστηση του εξασφαλίζει κάλυψη και τροφή. Ο Ζαχαρίας είναι εξαιρετικός κολυμβητής και ζει σε κοπάδια.

ζαχαριάς αλμυρής

Ένα άλλο εξαιρετικά απειλούμενο είδος, είναι ο λακωνικός πελασγός (Laconian pelasgus), ενδημικό της Πελοποννήσου το οποίο βρίσκουμε μόνο στον Ευρώτα. Είναι εξαιρετικά σπάνιο είδος, με ελάχιστες πληροφορίες δυστυχώς. Μικρό σε μέγεθος, καφέ χρώματος με μια σκούρα οριζόντια γραμμή. Υπάρχει όμως και ένας άλλος πελασγός, επίσης ενδημικό είδος. Ο στυμφαλικός πελασγός (Pelasgus stymphalicus), τον οποίο συναντάμε στον Αλφειό, στην λίμνη Τάκα και στην Στυμφαλία λίμνη, απ' όπου πήρε και το όνομα του. Φτάνει τα 12 εκατοστά, ψάρι του γλυκού νερού, ζει σε ποταμούς με ήρεμη ροή, αν και ανθεκτικό είδος απειλείται από την ρύπανση του νερού. Τα χρώματα του στυμφαλικού πελασγού είναι ασημί στο κάτω μέρος και πρασινωπό στο πάνω μέρος.

1. στυμφαλικός πελασγός - 2. λακωνικός πελασγός

Επόμενο είδος, είναι η καιαδική μένιδα (Squalius keadicus). Είναι και αυτό ενδημικό είδος, κατοικεί μόνο στα νερά του Ευρώτα, κάτι που την κάνει εξαιρετικά ευάλωτη όπως και τον λακωνικό πελασγό, από την ρύπανση των νερών του ποταμού και της κακής διαχείρισης του. Είναι ασημένιου χρώματος με ελαφρά πράσινο λαδί το πάνω μέρος του ψαριού. Φτάνει τα 25 εκατοστά μέγεθος, εμφανίζεται στα πιο βαθιά νερά του ποταμού, προτιμώντας σημεία όπου το ρεύμα είναι αργό. Τη βρίσκουμε σε αμμώδη πυθμένα. Τρέφεται κυρίως με υδρόβια έντομα.

καιαδική μένιδα

Τέλος, ένα ακόμα σημαντικό μέλος της ιχθυοπανίδας είναι η χρυσή μένιδα (Tropidophoxinellus spartiaticus), την οποία βρίσκουμε επίσης στα νερά του Ευρώτα, στα νερά του ποταμού Πάμισου της Μεσσηνίας και στα νερά του ποταμού Νέδας. Επίσης ενδημικό και απειλούμενο είδος, συγγενικό είδος των κυπρίνων. Το όνομα της, μαρτυρά το χρυσαφένιο χρώμα που έχει, με μια σκούρα οριζόντια γραμμή. Φτάνει τα 10 εκατοστά σε μέγεθος, ενώ κατοικεί σε σημεία με μέτριο ρεύμα. Τρέφεται με ασπόνδυλα, φυτά και μικρά υδρόβια έντομα.

χρυσή μένιδα

Στα άλλα είδη πανίδας, έχουμε την πεταλούδα Μενέλαος (Polyommatus menelaos), μια πανέμορφη πεταλούδα, η οποία είναι ενδημικό είδος και υπάρχει μόνο στον Ταΰγετο, ομορφαίνοντας τις πλαγιές του βουνού, σαν μικρή νεράιδα. Συνήθως έχει μπλε γαλάζια φτερά ή καφέ και κάποιες φορές έχει μαύρες κηλίδες. Πετάει κοντά και πάνω από τα δέντρα, σε σημεία με πηγές και νερά, όπου και αναπαράγεται.

πεταλούδα Μενέλαος

Ένα άλλο ενδημικό είδος, είναι η πεταλούδα της Πελοποννήσου (Charissa peloponnesiaria), την οποία βρίσκουμε στις περιοχές του Πάρνωνα και νοτιοανατολικά των Καλαβρύτων. Το χρώμα της είναι χρυσαφένιο προς το άσπρο και ανοιχτό καστανό.

πεταλούδα της Πελοποννήσου

Δείτε το 2ο μέρος: Πανίδα της Πελοποννήσου 2

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.