Κυριακή 12 Ιουνίου 2022

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ - Γ' ΜΕΡΟΣ

Κείμενο Χρήστος Α. Κουτσούγερας, σύνταξη και επεξεργασία Νίκος Αϊβαλής και Ελπίδα Ζωγραφίδου, αρχείο Αρκαδικού Βήματος - Εν Άστρον

Όσο όμως κι αν ήταν δύσκολη και βασανιστική η ζωή, ποτέ δεν έφτανε σε όρια απελπισίας και απόγνωσης. Η ζωή είχε παρ' όλες τις δυσκολίες τον τρόπο της, έτσι που να αφήνει περιθόρια για να μεσολαβούν και ευχάριστες σκηνές με διασκεδάσεις, τραγούδια με χορούς κατά τις καλές ημέρες στα πανηγύρια, σε γάμους, αρραβώνες και βαφτίσια. Αλλά και σε καθημερινή βάση σ' όλες τις πλαγιές των βουνών, τα κουδούνια και τα τροκάνια των κοπαδιών, τα βελάσματα των ζώων, τα γαυγίσματα των σκύλων, τα τραγούδια των βοσκών με τις φλογέρες τους ή οι φωνές από τα σαλαχίσματα τους, τα κελαηδίσματα των άγριων πουλιών που άφθονα υπήρχαν τότε, η φύση ολόκληρη, η Αρκαδική φύση, ήταν κάτι παραπάνω από "Μέγαρο Μουσικής", σκορπίζοντας τους δικούς της μελωδικούς σκοπούς, τους αιώνιους, που δίνουν κουράγιο κι ελπίδα στους φτωχούς ξωμάχους (αυτός που δουλεύει στα χωράφια).

οι ποιμένες της Αρκαδίας "Et in Arcadia Ego"
έργο του Γάλλου ζωγράφου Νίκολας Πουσέν
1647

Μουσικήν την γε αληθώς μουσικήν, πάσι μεν ανθρώποις όφελος ασκείν. Αρκάσι δε και αναγκαίον (είναι ωφέλεια για όλους τους ανθρώπους να ασκούν τη μουσική. Για τους Αρκάδες όμως είναι αναγκαίο - Πολύβιος, ιστορικός από την Μεγαλόπολη Αρκαδίας, 202 π.Χ. - 120 π.Χ.). Δεν τα λέω εγώ. Αυτά είναι ειπωμένα και γραμμένα από χιλιάδες χρόνια. Για όλους λοιπόν, είναι οφέλιμη η μουσικής, για τους Αρκάδες όμως είναι και αναγκαία. Η ανάγκη το έφερνε να θέλουν να ξεδώσουν, να διασκεδάσουν, να ξεχνάνε τις πίκρες, να πέρνουν μιαν ανάσα και να αντλούν την ελπίδα πως θα έρθουνε καλύτερες ημέρες. Εκείνες οι γενιές των προγόνων μας που μόλις είχαν βγει από τον τούρκικο ζυγό, προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να κρατηθούνε όρθιοι στα πόδια τους για να μπορέσουν να βάλουνε τα θεμέλια για μια υποφερτή διαβίωση. Όμως τους βρήκαν τόσα και τόσα αναπάντεχα δεινά, αρρώστιες, επιδημίες και ήσαν ανίδεοι, αβοήθητοι και ανυπεράσπιστοι. Η βλογιά το 1890 που γέμισαν οι τσοπανοκαλύβες και τα κατατρομαγμένα μικρά παιδιά σαν τα έπιασε η αρρώστια, με βλογιοκομένα πρόσωπα, η Σοφία του Λιξή του Καβουρίνου με δυο βαθουλώματα στο πρόσωπο εκεί που πρώτα ήσανε τα μάτια της, για να έρθει το 1917 - 1918 η θανατηφόρα γρίπη που θέρισε πολλούς, ενώ η φυματίωση, το χτικιό, διάλεγε ύπουλα τους νέους και σιγά σιγά έσβυναν όπως σβύνουνε τα κεριά.

Μαίναλο

Εξόριζαν τους άρρωστους φυματικούς σε πρόχειρες καλύβες από ελατόκλαρες μακριά από το χωριό ή στη σπηλιά του κάστρου κι εκεί ξεψυχούσαν εξορισμένοι χωρίς ένα λόγο παρηγοριάς. Κι ο Θοδωρής ο ξάδερφος μου θυμάται τις στιγμές όταν έφευγε η κυρούλα μας από το σπίτι άρρωστη, για να μένει όσο ζήσει σε μια τσοπανοκαλύβα. "Θόϊκο μου", έτσι έλεγε το Θοδωρή, "δε θα σε ματα-ειδώ" και τα μάτια της είχανε κλείσει, από τα δάκρυα που τρέχανε. Την ανεβάσανε πάνω στη γαϊδούρα μας την Γαλανίτσα με τα στρωσίδια που της ήταν απαραίτητα κι έφυγε από το χωριό, έφυγε από το σπίτι. Μετά από λίγο καιρό τη φέρανε πάνω σε πρόχειρο νεκροκρέβατο για την ταφή. Το νεκροταφείο γέμισε κι αποφασίσανε να κάμουνε καινούριο. Τους ήτανε και κουραστικό να κουβαλάνε τα φέρετρα στην ανηφόρα, στη Δεξαμενή κάμανε το νέο σε οικόπεδο που δώρισε ο Δημήτρης ο Λολώνης.

Μαίναλο με χίονι

Έτσι ζούσαν τότε ο κόσμος σε ολόκληρη την ορεινή Αρκαδία και όχι στο χωριό μας μονάχα. Αλλά και γενικότερα σε μια πατρίδα καταπληγωμένη και καταχρεωμένη στους ισχυρούς της εποχής τους "προστάτες"¨τους, τάχα μου φίλους, κολοβή, αφού τα σύνορα της φτάνανε και δε φτάνανε ίσαμε το Δομοκό (Φθιώτιδα), βρεθήκανε στην ανάγκη από συγκυρίες αλλά και το χρέος, να βοηθήσουν για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων αδελφών και μπήκανε σε νέους αγώνες και πολέμους και βρισκόσαν συνέχεια με το ένα χέρι στο αλέτρι και το άλλο στο ντουφέκι. Περάσανε καταματωμένοι από τους απελευθερωτικούς Βαλκανικούς πολέμους και τους βρήκε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Πάνω στα ερείπια, άλλα ερείπια σωριάζονταν, πάνω στις πληγές άλλες πληγές ανοίγανε βαθύτερες. Η ταπείνωση από τους "συμμάχους" με τον ακρωτηριασμό Ελληνικών εδαφών στη Μικρά Ασία, η μικρασιατική καταστροφή, η προσφυγιά. Και είμαστε με το μέρος των νικητών, τι ειρωνεία.

Βλαχέρνα

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στις αρχές του 1900 έπεσε σαν επιδημία η μετανάστευση των νέων στην Αμερική. Αδειάσανε τα σπίτια από νέους, πατεράδες άφηναν τις νέες γυναίκες τους, με μια θράκα μικρά παιδιά και μπουλούκια μπουλούκια το έβαζαν με τα βαπόρια για την Αμερική. Φυγή και ερήμωση! Η μετανάστευση ήρθε σαν το τσουνάμι στην Ινδονησία (2004) και που άρπαξε και κατέπνιξε τοσο κόσμο. Η μετανάστευση που είχε σαν αποτέλεσμα να ξεσπιτωθεί το πιο δυναμικό κομμάτι από τον λαό μας. Η νεολαία του. Μερικοί μάλιστα την είπανε "ευλογία θεού". Άλλοι την είπανε "κατάρα". Οι πρώτοι πρόβαλαν τον ισχυρισμό, ότι με το χαρτζιλήκι που έστελναν οι ξενιτεμένοι στους δικούς τους, είχαμε ωφέλεια, είχαμε κέρδος. Οι δεύτεροι είπανε ότι αν πέτυχαν κάτι οι πρώτοι μετανάστες, το πέτυχαν κάτω από δυσβάσταχτες συνθήκες θυσιών και στερήσεων, μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, σε έναν άγνωστο κόσμο, εκεί που φάγανε τα καλύτερα τους χρόνια κι εκείνους τους έτρωγε ο καημός της ξενιτιάς.

διαφημιστική ταμπέλα της εταιρίας "Αυστρο-Αμερικάνα"
που με τα πλοία της μετέφερε Έλληνες μετανάστες στην Αμερική
από το λιμάνι της Πάτρας

Ας γυρίσουμε όμως πάλι σε αυτούς που παρ' όλες τις δυσκολίες επένεναν να ζούνε στον τόπο που γεννήθηκαν, εδώ στο μικρό μας χωριό, το Μπεζενίκο. Από τα χωράφια ελάχιστες οικογένειες κατόρθωναν να βγάλουν το ψωμί τους, μόνο όσοι είχαν χτήματα στον κάμπο έβγαζαν σιτάρι και αραποσίτι, αλλά και εκείνα τις πιο πολλές φορές τα έπνιγε η λίμνη. Εκτός από τα γιδοπρόβατα που είχαν στα παλιότερα χρόνια, την εποχή του 1800 και μετά, είχαν ακόμα και πολλά βόδια, είδος που τώρα έχει εξαφανιστεί στα χωριά μας. Τα βόδια ήσαν τότε απαραίτητα για το όργωμα των χωραφιών και μόνο. Καμία άλλη υπηρεσία δεν προσέφεραν. Από τις αρχές όμως του 1900 αντικαταστάθηκαν από τα μουλάρια που είχαν μεγάλη αντοχή και που τα φόρτωναν και κουβαλούσαν τα σιτηρά, τα καψόξυλα από το δάσος αλλά και τα καβαλούσαν για να πηγαίνουν ξεκούραστοι στις διάφορες δουλείες τους. Ορισμένοι είχαν στα μαντριά και γουρούνια. Στο διανεμητήριο που έχω και που έγινε το 1874, επίσημο έγγραφο από τον ειρηνοδίκη του Λεβιδίου αναφέρεται πως ο προπάππος μου Πανάγος Κουτσούγερας, μοίρασε με τα δυο του αδέρφια 760 γίδια, 265 πρόβατα, 13 γουρούνια και 6 βόδια (Μελίσης, Μόσκος, Αράπης, Περδίκω, Στραβή και Λιάρα).

αρχαίο θέατρο Ορχομενού Αρκαδίας,
στο βάθος το οροπέδιο Χωτούσσας,
Βλαχέρνας και Κανδήλας

Μέχρι πέντε έως εφτά χιλιάδες γιδοπρόβατα και βόδια πρέπει να συντηρούσαν την εποχή γύρω στο 1900 οι τσιοπάνηδες στο Μπεζενίκο. Στο κάθε σπίτι ήσαν απαραίτητες και κάνα δυο οικόσιτες κατσίκες που τις λέγανε Μαρτίνες και επειδή ήσαν από διαλεχτή ράτσα, έδιναν πολύ γάλα. Αυτό το γάλα αποτελούσε την κυριότερη, την πρώτη συμπληρωματική τροφή μας. Γιατί το γάλα της μάνας, όσο και να ήτανε δεν έφτανε για να τραφούμε να στηθούμε μέχρι που να βάλουμε χουλιάρι (κουτάλι) στο στόμα μας να πιαστούμε από τον τραχανά και τις χιλοπήτες. Πολλές γυναίκες που τύχαινε να έχουν γεννήσει συγχρόνως, όσες είχαν περισσευούμενο γάλα, ήσαν πρόθυμες και βύζαιναν τα μωρά που η μάνα τους από κάποια αιτία δεν είχε αρκετό γάλα για να χορταίνουν. Το κάθε νοικοκυριό είχε και λίγες κότες για τα αυγά, όχι τόσο για να τα τρώμε όσο για να τα δίνουμε στο μαγαζί, σαν νόμισμα για να αγοράσουμε καμιά ρέγγα, ελιές, χαλβά και ότι μικροπράματα είχε ανάγκη το σπίτι, όπως κουβαρίστρες, βελόνες, μπογιές για βάψιμο, γκούλι (χοντρή κλωστή) για ράψιμο κλπ.

το κάστρο Μπεζενίκου ή Βλαχέρνας

Από τη Δημητσάνα ερχόταν ο μπάρμπα Γιώργης με φορτωμένη την ωραία και δυνατή γαϊδούρα του με τις όμορφες κάσες τη μια πάντα και τν άλλη στα πλευρά, που είχαν μέσα κάθε λογής εμπόρευμα που τα μοσχοπουλούσε πέρνοντας μισοτιμής τα δέρματα που είχαν σφάξει χωριάτες. Στιες πιέσεις των γυναικών για καλύτερη τιμή, υποχωρούσε δήθεν και τους έδινε καμιά βελόνα παραπάνω, κάνα σφοντύλι για τη δρούγα (ξύλινο ή μεταλλικό εργαλείο με το οποίο μετατρέπουν το μαλλί σε νήμα), ή λίγο κερί για τα ψυχοσάββατα. Για τους κυνηγύς έφερνε το ξακουστό Δημητσανίτικο μπαρούτι, μέσα σε μεταλλικά κουτιά όμορφα που απ' έξω είχανε ζωγραφισμένη μια μπεκάτσα. "Είναι δυνατό το μπαρούτι μπάρμπα Γιώργη;" τον ρώταγαν. "Καλό, καλό να ρίνεις στον αδερφό και πάλι αδερφός να 'ναι", έτσι απαντούσε γιατί είχε και το χιούμορ του το Γορτυνιακό. Και άλλοι μανάβηδες εμφανιζόσαν κάπου κάπου ξενοχωρίτες, με άλογα ωραία, φορτωμένα με είδη μαναβικής, λάχανα, πράσσα, κρεμύδια, σκόρδα, ντομάτες, αγγούρια, καούνια (πεπόνια) τα λέγαμε τότε μυρωδάτα από το Κακούρι (Αρτεμίσιο). Τις ντομάτες, ωραίες ντομάτες μας τις έφερναν οι Νταραίοι. Στο Κακούρι ιδιαίτερα έκαναν οι Βλαχερναίοι λαθρεμπόριο καψόξυλα που είχαν έλλειψη, κάθε φορά που πήγαιναν να πουλήσουν ξύλα, πήγαιναν με το φόβο μήπως τους γίνει κανέναν μπλόκο από τις δασικές αρχές.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.