Τρίτη 21 Ιουνίου 2022

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ - Η' ΜΕΡΟΣ

Κείμενο Χρήστος Α. Κουτσούγερας, σύνταξη και επεξεργασία Νίκος Αϊβαλής και Ελπίδα Ζωγραφίδου, αρχείο Αρκαδικού Βήματος - Εν Άστρον

Στο χωριό μας (Βλαχέρνα), όπως συμβαίνει παντού, υπήρξαν και υπάρχουν κάθε λογής άνθρωποι με αδυναμίες μικρότερες ή μεγαλύτερες, με προσόντα περισσότερα ή λιγότερα. Έχει να επιδείξει αξιοζήλευτες συμπεριφορές, σπάνιες που είναι άξιες θαυμασμού, όπως δωρεές για κοινωφελή έργα σε παλιότερες αλλά και πρόσφατες εποχές. Αξιοσημείωτες είναι η δωρεά οικοπέδου για την ανέγερση του σχολείου από τον γερο-Λάμπρο Μεγρέμη, όπως και του γερο-Λολώνη που άφησε τόπο για το νεκροταφείο. Στα γειτονικά μας χωριά Λεβίδι και Βυτίνα, έχουν αφήσει στα χωριά τους κληροδοτήματα μεγάλης αξίας. Βέβαια εκεί υπήρξαν ορισμένοι με μεγάλες οικονομικές δυνατότητες ενώ στο δικό μας το χωριό οι κάτοικοι ήσαν πολύ φτωχοί. Κανένας δεν ξεχνάει την αλληλεγγύη που εκδηλωνόταν με προθυμία σε εξαιρετικές περιστάσεις όταν π.χ. μαζεύονταν όλοι για να σκεπαστεί γρήγορα, σε δυο μέρες το σπίτι κάποιου χωριανού με ζευτά, ξυλεία και κεραμίδια ή όταν όλοι μαζί φύτευαν ενός ανθρώπου το αμπέλι. Αυτό λεγόταν "ξέλαση" (η ευγενής προσφορά συμπολιτών να βοηθήσουν κάποιον στις δουλειές) και ήταν αξιοθαύμαστη πραγματική ιεροτελεστία που τιμά αυτούς που προσφέρουν με αυτό τον τρόπο τις υπηρεσίες τους. Αλλά και ο νοικοκύρης που δεχόταν τη δωρεά, φρόντιζε και ανάλογα με τις δυνατότητες του έκανε στο τέλος της εργασίας πλούσιο φαγοπότι στον κόσμο που εργάστηκε. Με την ξέλαση ερχόταν ο ένας κοντά στον άλλο και αναπτύσσονταν σχέσεις φιλικές μεταξύ των.

Υπήρχαν όμως και υπάρχουν και τα αντίθετα τα άσχημα, τα δυσάρεστα. Κακίες και παλιανθρωπιές, μικρότητες και αχαρακτήριστες συμπεριφορές, μίση και αντεκδικήσεις που έφταναν σε τσακωμούς μέχρι και φόνους και μάλιστα μεταξύ συγγενών ή γειτόνων. Πως να το κάνουμε; Αυτά όλα κατά καιρούς γίνανε, δεν κρύβονται. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δεν τιμά το χωρίο μας, θυμάμαι κάπου εκεί στο 1930 που γινόταν ένας πραγματικός πόλεμος των χωριανών μας με τους Μπονταΐτες (άνθρωποι από τον Παλαιόπυργο Αρκαδίας, ο οποίος το 1821 αναφερόταν ως Μποντιάς) που ερχόσαν οι άνθρωποι να μαζέψουν καψόξυλα στο Μαίναλο για να έχουν να περάσουν το χειμώνα τους. Το τι μάχες γινόσαν στη Μεσαία Βρύση δεν περιγράφονται. Καθώς έφταναν εκεί οι Μπονταΐτες με τα ζώα τους φορτωμένα με ξύλα, τους είχανε ενέδρα οι δικοί μας και καθώς χτυπούσαν οι καμπάνες έκαναν επίθεση κόβοντας με κλαδευτήρια τις τριχές των φορτωμένων ζώων. Τα ξύλα σωριάζονταν κάτω. Άνθρωποι και μουλάρια αλαφιασμένα, γέροι Μπονταΐτες να κλαίνε σα μικρά παιδιά. Ντροπή! Δεν ήξερες ποιοι ήσαν ζώα και ποιοι ήσαν άνθρωποι. Μια κλίκα κουτοπόνηρων που βρισκόσαν στο πεδίο της μάχης, άρπαζε τα ξύλα σαν λάφυρα και τα πήγαινε στα σπίτια τους. Και οι άλλοι έκαναν χάζι, αυτοί που ήσαν οι "καλοί". Γιατί δεν παρουσιαστήκανε να ειπούνε: "Σταμάτα ρε! Δεν έχετε Θεό;". Και να ξέρετε, το κακό δεν το κάνουν μόνοι τους οι κακοί. Αυτοί αρχίζουν το κακό και οι "καλοί" το αφήνουν να μεγαλώνει με την αδιαφορία τους, την υποκρισία τους και την ανοχή τους. 

ο πύργος απ' όπου πήρε το όνομα του το χωριό, Παλαιόπυργος

Και όμως πολλοί απ' αυτούς τους χωριανούς μας, όταν κανένας βρισκόταν σε οικονομική ανέχεια και απελπισμένος ζητούσε να του δοθεί μια ευκαιρία για να ξαναρχίσει πάλι από την αρχή, του έδιναν όσοι είχαν ο καθένας από μια προβατίνα ή γίδα, μάζευε 15 - 20 "χάρες" όπως τις έλεγαν και ξαναγινότανε τσιοπάνης, γιατί δεν ήτανε σε θέση να γνωρίζει άλλον τρόπο που να μπορεί να ζήσει. Όσοι είχαν πολλά γιδοπρόβατα ένιωθαν πιο σίγουροι από τους άλλους και έδιναν προσανατολισμό στα παιδιά τους να συνεχίσουν να είναι τσιοπάνηδες. Ο τόπος όμως ήτανε αυτός που ήτανε, δεν μεγάλωνε, ενώ η οικογένεια πλήθαινε έξι, οχτώ παιδιά, η ζωή δυσκόλευε γιατί οι άνθρωποι βρισκόσαν σε αδιέξοδο καθώς η φτώχεια, η ανέχεια και η αμάθεια έφερναν δυστυχία. Μια διέξοδο σ' αυτή την κρίση, έστω και σε περιορισμένο αριθμό ατόμων, την έδωσε το σχολείο, τα γράμματα. Είναι να απορεί κανείς για το πως κατόρθωσαν και βγήκαν από αυτόν τον κλοιό μιζέριας, για εκείνους τους καιρούς, με μόνο εφόδιο την πίστη και το πείσμα και την ευχή των γονιών τους, αν τους είχαν και είχαν το κουράγιο ν' ανοιχτούν σε δύσκολους και άγνωστους δρόμους της μάθησης και της σπουδής και τα κατάφεραν.

Δημοτικό Σχολείο Βλαχέρνας

Το κτίριο του σχολείου που υπάρχει τώρα στη Βλαχέρνα το έχτισε το κράτος το 1915 αλλά λόγω του πολέμου τότε και της μικρασιατικής πολεμικής περιπέτειας της πατρίδας μας, έμενε ξεσκέπαστο και μόνο το 1924 εδέησε να σκεπαστεί και να λειτουργήσει με δασκάλους τον Φώτη Παπαγεωργίου, τον παπα-Κοντοράβδη και τον Φώτη Κουτσούγερα αρχικά. Πρωτύτερα τα παιδιά έκαναν τα μαθήματα σε νοικιασμένα δωμάτια σπιτιών όπως του Μιχάλη Πανούση, του Παναγιώτη Κουτσούγερα και το σπίτι της Ντογιαννούς στα Βραχούλια. Για το τελευταίο αυτό σπίτι υπάρχουν τα εξής στοιχεία. Αυτό το σπίτι το είχε αγοράσει ένας Λεβιδιώτης ονόματι Κώστας Κολοτούρος ο Κουβαρντάς, το είχε παρανόμι του που ήτανε ο πρώτος έμπορος με μαγαζί στο Μπεζενίκο και που παντρεύτηκε μια χήρα την Αλισάβω Βρέντα, αδερφή του Καραχάλιου του Κιάφαλου. Τον άντρα της τον είχε σκοτώσει με λιθάρι ο γείτονας του Ξουράφης ο γερο-Τσιούλος για το τίποτα, σε έναν καβγά το 1893. Η χήρα είχε και ένα κορίτσι τη Γιωργούλα που της έκανε πωλητήριο το σπίτι ο πατριός της ο Κουβαρντάς και όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε τον Ντοκόγιαννη. Για ένα διάστημα, πόσο δεν ξέρουμε, το σπίτι αυτό ήτανε το σχολείο του Μπεζενίκου. Σ' αυτό εδίδαξε ο δάσκαλος Θεόδωρος Οικονομόπουλος από το Λεβίδι για 3 χρόνια περίπου.

Βλαχέρνα

Άλλοι δάσκαλοι από τη Βλαχέρνα αλλά που δεν υπηρέτησαν εκεί είναι: ο Χαράλαμπος Βρεντάς, ο Δημήτρης Δρακόπουλος που έγινε επιθεωρητής, ο Κώστας Δρακόπουλος, ο Θόδωρος Παπακωνσταντίνου, ο Δημήτρης Τζιόλας, ο Κώστας Πανούσης, ο Γιώργης Κολλίντζας και ο Νικόλας Κουριάμπαλης. Όλοι αυτοί ήταν δάσκαλοι πριν από το 1940. Από το σχολείο του Μπεζενίκου ξεκίνησαν ο Τάσος Κολλίντζας και έγινε γιατρός χειρουργός και κλινικάρχης, ο Θανάσης Μεγρέμης μαιευτήρας, ο Σπύρος Τζιόλας φαρμακοποιός, ο Κώστας Κολλίντζας φιλόλογος καθηγητής, ο Θανάσης Παπαγεωργίου καθηγητής φυσικομαθηματικός, ο Αντώνης Μεγρέμης καθηγητής μαθηματικών, ο Πάνος Καβουρίνος καθηγητής θεολογίας που εγκαταστάθηκε στην Αμαλιάδα. Βέβαια μετά το 1940 σπούδασαν πάρα πολλοί πατριώτες γιατροί, καθηγητές, δάσκαλοι, μηχανικοί, δικηγόροι. Επίσης έγιναν πολλοί στρατιωτικοί και παπάδες και δειλά δειλά άρχισαν να σπουδάζουν κορίτσια.

Μαίναλο

Ο Θανάσης ο Βρέντας έγινε υπάλληλος της αγορανομίας. Όταν κατά τη 10ετία περίπου του 1910 άρχισε να λειτουργεί η Δασική Σχολή στη Βυτίνα, μπήκαν μια φουρνιά που είχαν τελειώσει το Δημοτικό ή το Σχολαρχείο, φοιτούσαν δυο χρόνια και μετά τους έκαναν δασοφύλακες, δασοκόμους. Ο Γιάννης ο Μεγρέμης ο Μπούτας, ο Κώστας Βρέντας του Καραμπάλα, ο Νίκος ο Κολλίντζας του γερο-Αντώνη Κολλίντζα, ο Γιάννης Παπαχρόνης του Γιαλίτσα, ο Στεφανής ο Κολλίντζας του Γιάνναρου, ο Γιώργης Δρακόπουλος του Γκάνα, ο Λιας Ρούνης και ο Νίκος Πανουσόπουλος, οι περισσότεροι απ' αυτούς διορίστηκαν δασοκόμοι. Ο Γιώργης ο Χριστόπουλος και ο Μιχάλης ο Λολώνης έβγαλαν τη σχολή τηλεγραφητών και διορίστηκαν τότε στα 3 ΤΤΤ (εταιρία ταχυδρομείων, τηλεγραφημάτων και τηλεφωνίας, η οποία ιδρύθηκε το 1892 στην Αθήνα). Ο Θοδωρής Κουτσούγερας μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων και έγινε αξιωματικός φθάνοντας στο βαθμό του στρατηγού. Ο Πανάγος Κουτσούγερας έγινε λοχαγός, ο Χρήστος Δρακόπουλος έβγαλε μια τεχνική σχολή της αεροπορίας και ο Βασίλης Καρούντζος έγινε πυροσβέστης. Για εκείνη την εποχή το να βγεις από τα στενά περιθώρια του χωριού, να σπάσεις τον πάγο και να βαδίσεις πέρα από το Δημοτικό, στο Σχολαρχείο, στο Γυμνάσιο στην Τρίπολη ή στο Πανεπιστήμιο που αποτόλμησαν οι γιατροί και οι καθηγητές άλλα και οι δάσκαλοι, δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο.

Τρίπολη, 1950

Κι αναρωτιέται κανείς, ήταν η φιλοδοξία των γονιών τους, που νιώθοντας ότι αφού διαθέτουν τις απαιτούμενες δαπάνες, αποφάσιζαν κι έστελναν τα παιδιά τους να συνεχίσουν πέρα από το Δημοτικό; Ή ήταν η ανέχεια, η μεγάλη φτώχεια και απελπισία που οδήγησε ορισμένα παιδιά σε σπουδές για να λύσουν το δύσκολο πρόβλημα της επιβίωσης; Ή έτυχε μιας και οι οικογένειες είχαν πολλά παιδιά να πήραν την απόφαση να σπουδάσουν και κανένα για να μπορούν να ζήσουν τα υπόλοιπα με τα χωράφια ή τα γιδοπρόβατα; Ήταν τύχη ή ήταν συνδυασμός απ' αυτές τις εκδοχές; Γιατί βλέπουμε παιδιά που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και όμως προχώρησαν σε σπουδές, ενώ άλλα που οι γονείς είχαν κάποια υποφερτή οικονομική βάση, δεν τόλμησαν να δοκιμάσουν. Σε τέτοιες αποφάσεις έπαιξε ρόλο και το ότι τα παιδιά αυτά γεννήθηκαν σ' ένα μικρό χωριό φτωχό, που δεν ξέρανε τι κόσμος υπήρχε πέρα από τον ορίζοντα του κι έκαναν ότι έκαναν οι άλλοι καθώς ζούσαν μέσα στην άγνοια. Πάντως ένα είναι σίγουρο. Απαραίτητη προϋπόθεση για να σπουδάσει το παιδί είναι να παίρνει τα γράμματα. Αν δεν τα παίρνει όσο και να θέλουν οι γονείς, ότι και να διαθέτουν τίποτα δεν κάνουν. Πόσοι γονείς φιλόδοξοι δεν έστειλαν τα παιδιά τους στο Γυμνάσιο και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν πέρα από την πρώτη τάξη. Υπήρχαν παιδιά που δεν μπορούσαν να πιάσουν βιβλίο στα χέρια τους. Απέφευγαν το διάβασμα σαν τον διάβολο το λιβάνι.

κάστρο Μπεζενίκου

Ήταν όμως και παιδιά που μπορούσες να διακρίνεις ότι αγαπάνε τη μάθηση και αν τους δοθεί η ευκαιρία να ξεκινήσουν θα είχαν καλές επιδόσεις. Ο πατέρας τους όμως σκεφτότανε αλλιώς και η αρνητική απόφαση του προκαθόριζε τη μοίρα του παιδιού. Έτσι μπορούμε να ειπούμε ότι τα παιδιά αυτά αδικηθήκανε. Υποταχτήκανε σε σχέδια και αποφάσεις άλλων, των γονιών τους. Αυτούς τους είκοσι περίπου που αναφέραμε πιο πάνω, μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε πρωτοπόρους και συγχρόνως τυχερούς γιατί οι περισσότεροι πάλεψαν και άλλαξαν προς το καλύτερο τον τρόπο της διαβίωσης τους. Τα όπλα στον αγώνα τους αυτόν, τους τα έδωσε το σχολείο και οι δάσκαλοι. Αρχίσανε από το φτωχό εκείνο σχολείο κολλημένο στην πλαγιά δίπλα στα Βραχούλια και φτάσανε κι ανεβήκανε τις σκάλες και μπήκανε σε πύλες Πανεπιστημίου ή ανώτερων σχολών. Μέσα στο ταγάρι με το ξερό καρβέλι που τους έβαζαν για να περάσουν τη βδομάδα όταν πήγαιναν στο Λεβίδι στο Σχολαρχείο ή στο Γυμνάσιο στην Τρίπολη, μαζί με το ξεροκόμματο είχαν φαίνεται και τις ευχές των γονιών τους αλλά και τον πόθο και τις φιλοδοξίες να βγούνε παλικαρίσια από αυτόν τον αγώνα και να διακριθούνε ακόμα. Χωρίς βοήθεια από πουθενά. Ούτε από το κράτος που έχει την ηθική υποχρέωση και την ευθύνη, ούτε από άλλον κανένα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.