Παρασκευή 17 Ιουνίου 2022

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ - ΣΤ' ΜΕΡΟΣ

Κείμενο Χρήστος Α. Κουτσούγερας, σύνταξη και επεξεργασία Νίκος Αϊβαλής και Ελπίδα Ζωγραφίδου, αρχείο Αρκαδικού Βήματος - Εν Άστρον

Καθώς τα χρόνια περνούσαν όλο και άλλαζε ο τρόπος ζωής των ανθρώπων προς το καλύτερο. Σε αυτό βοήθησε η συναναστροφή με άλλους κοντοχωριανούς που έρχονταν σε επαφές αλλά και σε μακρινές περιοχές της Πελοποννήσου, στους κάμπους, που πήγαιναν πολλοί νέοι για να δουλέψουν στις σταφίδες. Έβλεπαν πως ζει ο άλλος κόσμος, πως συμπεριφέρεται, πως εξελίσσεται και δε μένει στάσιμος. Αυτά που παρατηρούσαν αλλού, ήθελαν να τα εφαρμόσουν και στο χωριό τους που διαπίστωναν ότι είναι πολύ πίσω από τους άλλους. Η προσπάθεια τους αυτή να εκσυγχρονιστούν όσο ήταν δυνατόν είχε σαν αποτέλεσμα να αρχίσουν να εμφανίζονται οι πρώτοι τεχνίτες, οι μαστόροι, όσοι είχανε μέσα τους μεράκι ή το χάρισμα για να καταπιαστούνε με κάποια δουλειά. Σε αυτό μεγάλο ρόλο έπαιξε και η τοποθεσία του χωριού (Βλαχέρνα) που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κεφαλοχώρια, το Λεβίδι και τη Βυτίνα που ήσαν περισσότερο αναπτυγμένα. Με σπίτια περιποιημένα, άνετα, πολλά αρχοντικά γιατί οι νοικοκύρηδες είχανε οικονομική άνεση αλλά και μεράκι, με καλύτερο τρόπο ζωής και όχι μίζερο. Αυτά έβλεπαν και τους δυνάμωνε την επιθυμία μέσα τους να αλλάξουν προς το καλύτερο.

Οι πρώτοι τεχνίτες ήσαν οι μαραγκοί. Καλός μαραγκός ήταν ο γερο-Βασίλης ο Δράκος, ο πατέρας του γερο-Θανάση του Μπάκα. Έκανε ψιλοδουλειά σε κουφώματα, σκεπές, ακόμα και ξυλογλυπτική, ο γερο-Γκάνας Δρακόπουλος και αυτός, ο Γιώργης ο Δημόπουλος, ο Παναγιώτης ο Κολλίντζας γνωστότερος ο Μπατζίκας, ο Τάσης ο Δρακόπουλος ο Μπεκάτσας και ο Βασίλης ο Κουτσούγερας ο Καπινιάς. Όλοι αυτοί είχανε το εργαστήριο τους, το τεζάχι τους και τα εργαλεία τους στο ισόγειο του σπιτιού του ο καθένας, που το λέγανε μαγαζί. Μετά την κατοχή εμφανίστηκε και εξελίχτηκε σε καλό ξυλουργό με κορδέλα, πλάνες και άλλα μηχανήματα, στο δικό του ευρύ χώρο, ο Αριστείδης Δημ. Ρούνης ο γέρος, ο οποίος ήταν ανάπηρος από το Αλβανικό Μέτωπο. Ο γέρος εκτός από ξυλουργικές οικοδομικές κατασκευές, έφτιαχνε και ωραία κρασοβάρελα, αργαλειούς, σκαμνιά και άλλα πράγματα του νοικοκυριού που γινόσαν από ξύλο. Ακόμα, τώρα θυμήθηκα και έναν άλλο ακόμα καλό μαραγκό, τον Κώστα τον Κοκκινάκο του γερο-Χαράλαμπου που έφυγε από το χωριό μικρός και εγκαταστάθηκε αφού παντρεύτηκε σε κάποιο χωριό έξω από την Τρίπολη.

το εργαστήριο του μαραγκού της εποχής

Το επάγγελμα του σαμαρτζή ήταν απαραίτητο στο χωριό που διατηρούσε πάνω από 500 αλογομούλαρα και γαϊδούρια. Ο γερο-Σωτήρος Ρούνης Παπακωνσταντίνου και ο γιος του αδερφού του, ο Κώστας, εκεί στα Ρουνέϊκα σπίτια δίπλα στους φούρνους τους, σε κάτι ξελόντζες που μας φαινόσαν ωραίες λούφες, ήσαν χωμένοι και επισκεύαζαν σαμάρια. Τους έλεγαν παϊδάδες. Σαμαρτζής ήτανε και ο Θανάσης ο Καρούντζος ο Φαλαρίδας που είχε το μαγαζί του στου Λιάκουρα του Κουτσούγερα το ισόγειο, δίπλα στο σχολείο. 

βασική δουλειά των σαμαρτζήδων,
η κατασκευή του σαμαριού

Καλατζήδες, γανωματήδες ήρθαν από την Ήπειρο, δύο αδέρφια, ο μαστρο-Γιάννης και ο Θανάσης Νάτσης και εγκαταστάθηκαν στον απάνου μαχαλά σε ένα καλύβι Μανωλέϊκο. Τους γνώριζες από τα μουτζουρωμένα ρούχα που φορούσαν, ακόμα και τη μουτζουρωμένη τραγιάσκα τους με μια λινάτσα στον ώμο για να βάζουν τα χαλκώματα, τέσες, ταψιά, σαγάνια, κακάβια, χερότεσες, όλα από μπακίρι και κουταλοπίρουνα. Το αλουμίνιο δεν είχε έρθει. "Χαλκώματα να γανώωωωωω!", διαλαλούσαν σε όλες τις γειτονιές. Η πληρωμή γινόταν και με λεφτά αλλά περισσότερο με είδος για να συντηρούνται. Ψωμί, τραχανοχυλοπίτες, παστό χοιρινό, τυρί μυζήθρα, κρασί και τσίπουρο ή ρακή. Χωριανός μας καλατζής ένας μόνο έγινε. Ο Γιάννης ο Σταυρόπουλος του Ανέστουρα. Ήταν καλός οργανοπαίχτης νταουλιάρης συνοδεύοντας τον καραμουτζιάρη παλιότερα και αργότερα τους κλαριτζήδες.

καλατζής

Οι οργανοπαίχτες τότε πήγαιναν να παίξουν, δηλαδή ο καραμουτζιάρης που τον συνόδευε ο νταουλιάρης. Πίπιζα και νταούλι. Τον συνδυασμό αυτό τον έλεγαν "ζυγιά", ζευγάρι δηλαδή. Ο πρώτος καλός καραμουτζιάρης ήτανε ο γερο-Τοροβίτης ο Τσαρούχας πατέρας του Λιά του Τσαρούχα που και αυτός έπαιζε πίπιζα και παππούλης του άφταστου Βασίλη Τσαρούχα του Ντρούλια με τ' όνομα. Η καραμούτζα και τα τσαμπούνια του όταν τον πιάνανε τα μεράκια του και πεθαμένους λέει ανασταίνανε. Τον εσυνόδευε στις διασκεδάσεις στους γάμους και στα γλέντια στα πανηγύρια με το νταούλι ο αδερφός του ο γερο-Μαλάμης (ήσανε τραγουδιστές και οι δυο) αλλά και ο καλατζής ο Σταυρόπουλος. Πάντοτε όρθιοι οι καραμουτζιαραίοι στην άκρη του χορού ανάμεσα στον κόσμο, χωρίς εξέδρες, έδιναν ένα διαφορετικό τόνο κι έβαναν σε μεράκια κι αυτούς που ήσανε στο χορό αλλά και τους απ' έξω καθώς με προθυμία εκτελούσαν τις παραγγελιές που τους έδινε ο πρώτος χορευτής, που για να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του οργανοπαίχτη κάθε λίγο έβγαζε δεκάρες από το σιλάχι του, τις σάλιωνε και τις κόλλαγε στο κούτελο του. Όταν μάλιστα μπαίνανε οι οργανοπαίχτες στα καραντουζένια τους που λέμε και άφηναν τη θέση τους και με ρυθμικά και πεταχτά πηδήματα χορού έμπαιναν μέσα στον κύκλο κι έπαιζαν δίπλα στο αυτί του πρώτου χορευτή το γλέντι έπαιρνε διαστάσεις που δεν μπορεί κανείς να περιγράψει. Κι αν μάλιστα τύχαινε να χορεύει μπροστά ο μπαρμπα-Λιάς ο Τσαρούχας, ψηλός, λιγνός κι αέρινος, να βαρεί και τα δυο πόδια πίσω και μπροστά, με ένα ορθοστάτησμα να φέρνει τη φούρλα και να ανεμίζει η ρόμπα του σαν τη χαίτη του αλόγου που τρέχει, τότε σου ερχότανε στο νου να λες: "αχ και να είχα δυο μάτια ακόμα και να έβλεπα".

1) καραμούτζα (πίπιζα)
2) νταούλι

Άλλος καραμουτζιάρης ήτανε ο γερο-Θοδωρής ο Ντόκος με τον αδερφό του τον Μήτσιο στο νταούλι. Πιο παλιά ήταν ο παππούλης μου ο γερο-Ντανές που έπαιζε καραμούτζα και ο αδερφός του ο Κολλιντζο-Κωσταντής νταούλι. Ο γερο-Τζιοβίνης Κατσούλης έπαιζε επίσης νταούλι. Ο γερο-Νικολάκης ο Ντούλας Τσαρούχας με τον αδερφό του στο νταούλι. Ήρθε πολύ αργότερα το κλαρίνο. Ο Βασίλης ο Δρακόπουλος ο Λαμπίρης συνόδευε πια τους γαμπρούς και τις νυφάδες στους χορούς και στην εκκλησιά. Μαζί με το νταούλι του καλατζή ή την κιθάρα που έπαιζε ο Γιαννούλης Καρούντζος και τραγούδαγε κιόλας. Ο Τρύφωνας ο Πανουσόπουλος ο Κνταλέπας ο γιος του Λαμπίρη ο Μιχάλης Δρακόπουλος, κλαριτζήδες. Όλοι αυτοί οι λαϊκοί αυτοδίδαχτοι οργανοπαίχτες έπαιζαν περισσότερο από μεράκι χωρίς μεγάλες απολαβές, ίσια ίσια να βγάζουν ένα καλό μεροκάματο και μάλιστα ύστερα από κούραση ή ξενύχτι. 

νταούλι και πίπιζα εν δράση

Δεν έλειψαν και οι φαναρτζήδες, τα αδέρφια Γιάννης και Χρήστος Πανούσης της Κόλλιενας, κατασκεύαζαν φανάρια, λαδικά, τσίγκινες κανάτες αλλά και με σιδηρουργικά εργαλεία είχαν απασχόληση. Ο μπαρμπα-Χρήστος  έγινε οπλουργός στον Ε.Λ.Α.Σ κατά την κατοχή. Ο πρώτος γύφτος σιδεράς ήταν ο γερο-Κώστας Παπαχρόνης ο Γκάρωμας που τον λέγαμε Γύφτο. Το γύφτικο εργαστήριο του το είχε δίπλα από το σπίτι του σε ένα καλύβι. Οι φαναρτζήδες είχαν το μαγαζί τους στης Ζωζωτάσενας το καλύβι κάτω στον δημόσιο δρόμο.

σιδεράς εποχής

Τα ρούχα που φορούσε τότε ο κόσμος ήταν όλα υφασμένα στον αργαλειό και ραμμένα με τη βελόνα στο χέρι, χοντρόρουχα τα φουστάνια τα φαρδιά των γυναικών, οι μπόλκες οι ποδιές και το μαντίλι στο κεφάλι. Το χειμώνα φορούσαν μάλλινο γιουρντί χωρίς μανίκια και μάλλινη πλεχτή μπελερίνα. Οι άντρες από την απελευθέρωση από τους Τούρκους εξακολουθούσαν να φοράνε τις φουστανέλες ή τις πουκαμίσες για τις καθημερινές και στη δουλειά. Το χειμώνα φορούσαν χοντρό μάλλινο γελέκι σταυρωτό με πολλά τσαπράζια, απάνω τους έριχναν τη βαριά καπότα με την κουκούλα (κατσιούλα). Από τη μέση και κάτω φόραγαν τις μάλλινες κάλτσες. Αυτές οι ενδυμασίες από το 1900 και μετά άρχισαν να σπανίζουν περισσότερο στους άντρες που φορούσαν παντελόνια και σακάκια ευρωπαϊκά, ενώ οι γέροι προτιμούσαν την παλιά περιβολή και επιθυμούσαν να ταφούν με την εθνική στολή. Τα ρούχα αυτά τα έφτιαχναν τότε οι τερζήδες όπως οι σημερινοί ραφτάδες. Τους καλούσαν στα σπίτια τους χειμερινούς μήνες και με τη βελόνα τους έραβαν επί πολλές ημέρες. Έφτιαχναν ακόμα και τις βαριές τραγιές από κατσικίσιο μαλλί τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι τσιοπάνηδες. Τερζής στο χωριό παλιά ήταν ο γερο-Κώστας Τσαρούχας ο Χανανέας που είχε το χάνι εκεί που είναι τώρα τα χαναεέϊκα σπίτια. Παλιά ήτανε το μοναδικό οίκημα εκεί, ένα μακρυνάρι καλύνι, το χάνι, για να εξυπηρετεί τους περαστικούς στρατολάτες και τους αγωγιάτες που έρχονταν από τα γειτονικά χωριά και πήγαιναν στην Τρίπολη ή το αντίθετο.

παραδοσιακές στολές Αρκαδίας
αντρική και γυναικεία

Θα κάνω μια παρένθεση και θα αναφερθώ στο θέμα της καθαριότητας που εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε. Οι άνθρωποι τότε ζούσαν κάτω από απαράδεκτες συνθήκες. Ποτέ δεν είχε βραχεί το σώμα τους από τότε που τους είχε βαφτίσει ο παππάς, μόνο κάπου κάπου λουζόσαν στο κεφάλι και έπλεναν τα πόδια και τα χέρια, ενώ κάθε στιγμή της ζωής τους ήσαν εκτεθειμένοι στις σκόνες και στις ακαθαρσίες. Αποχωρητήρια δεν υπήρχαν και στο ύπαιθρο γινόταν ο βιολογικός καθαρισμός, όπως κάνουν όλα τα ζώα του κόσμου. Άργησε να διορθωθεί αυτή η φοβερή κατάσταση, πέρασαν πολλά χρόνια και μόνο μετά τον πόλεμο το 1950 άρχισε να πλένεται ο κόσμος και να φροντίζει για να έχει αποχωρητήριο της προκοπής στο σπίτι του. Μια δικαιολογία γι' αυτή την κατάσταση ήταν η έλλειψη νερού που εξ' αιτίας της υπέφερε το χωριό τότε. Μάχες γινόσαν μεταξύ γυναικών στις βρύσες, όταν παραβιαζότανε η σειρά από μερικές "έξυπνες"" ενώ τα ζώα που ήσανε πολλά είχαν προτεραιότητα στο πότισμα. Όλα τα ζώα, μουλάρια, άλογα, γαϊδούρια, γουρούνια ήσαν στο κατώι, από πάνω μένανε οι άνθρωποι. Το πρόβλημα της λειψυδρίας το έλυσε το υδραγωγείο το μεγάλο από τις πηγές του Μεθυδρίου. Κλείνουμε την παρένθεση κι ερχόμαστε και πάλι στους τερζήδες εκείνης της εποχής.

χωριό Μεθύδριο Αρκαδίας

Άλλος τερζής ερχόταν από το Λεβίδι, ο μπαρμπα-Νικόλας ο Μπισκόλας ο γερο-Σούτσος, που ήτανε πολύ κοντός με ένα μεγάλο μουστάκι και ντυμένος με την παραδοσιακή φορεσιά που επικρατούσε τότε, τη φουστανέλα και τις πίγκες του. Στρωνότανε στο παραγώνι, δίπλα στο τζάκι με τη φωτιά που έδερνε και ξεχείμαζε ράβοντας καπότες, γιουρντιά, γελέκια, μπενοβράκια, κοντογούνια, όλα ράσινα, μάλλινα, δουλεμένα από το καλοκαίρι στις νεροτρθβες της Πιάνας από τον Γιώργη τον Ρασσά.Ακόμα οι τερζήδες έραβαν τα σαΐτάσματα για στρωσίδια και φαρδιές τράγες, μακρυές μέχρι τη φτέρνα που χρησιμοποιούσαν οι τσιοπάνηδες. Αυτά κατασκευάζοσαν από κατσικίσιο μαλλί, περασμένα και αυτά από τη νεροτριβή. Τερζής ήταν και ο Μήτσιος ο Κοκκινάκος ο Μαστόρης, γι' αυτό και τη γυναίκα του τη θεία Αγγέλω την λέγανε Μαστορίνα. "Πέντε μέτρα μία κόψε", έλεγε ο γερο-Μαστόρης προτού ανήξει τη μεγάλη του ψαλίδα για να κόψει το χροντρό ύφασμα. Δηλαδή μετράς πέντε φορές και ύστερα να κόβεις, για να μην κάνεις λάθος.

παλιός ράφτης της Τρίπολης

Περαστικοί αλλά απαραίτητοι ήσαν και οι χτενάδες για τα χτένια του λάκκου που ήσαν πραγματικά έργα τέχνης γιατί θέλανε ψιλοδουλειά από επιδέξια χέρια. Οι πιο πολλοί από τους ξένους αυτούς τεχνίτες τους γυρολόγους έμεναν σε ένα μικρό καλύβι του μπαρμπα-Θοδωρή του Κουτσούγερα,γανωτζήδες, παπουτσήδες, χτενάδες. Η θεια-Θοδωρού τους παραχωρούσε το καλύβι με αντάλλαγμα να επιδιορθώσουν ότι αναχρικό της ήθελε επισκευή.

χτενάς

Ο μουνουχιστής ο γερο-Σιόλας, ένας γραφικός τύπος με τις ρόμπες του, τσαρούχια και το χαρακτηριστικό μπαρέζι στο κεφάλι, ομιλητικός και πάντα γελαστός και αισιόδοξος προ παντός όμως σοβαρός, γιατί η δουλειά που έκανε απαιτούσε υπευθυνότητα έμπειρου και ειδικού που από την επέμβαση του κρεμόταν η ζωή του μουλαριού ή του αλόγου που αναλάμβανε να μουνουχήσει. Το άλογο ή το μουλάρι ήταν τότε ολόκληρη περιουσία. Τα αρσενικά γουρνόπουλα τα μουνούχιζε ο γερο-Ταργατζής παλιά και αργότερα ο Λιάκουρας ο Κουτσούγερας. Ο τέλειος μουνουχιστής, που ποτέ σε όλη του την καριέρα δεν έπαθε ατύχημα. Έδενε τη γουρνοπούλα, που ήταν τεσσάρων ή πέντε μηνών, σε μια ξύλινη σκάλα τρίμετρη και την ακουμπούσε πλαγιαστά σε ένα τοίχο ή στον κορμό κάποιου δέντρου, αυτό ήταν το χειρουργικό κρεβάτι. Εσαπούνιζε και έπλενε την περιοχή της κοιλιάς που θα έκανε την τιμή, στο πλάι στο λάγαρο στο αριστερό μέρος του ζώου, έπλενε με ούζο για τέλεια αποστείρωση και με το νυστέρι έκανε μια μικρή τομή που θα τη θαύμαζε ο καλύτερος χειρούργος, μικρή, ίσα να χωράνε τα δυο του δάχτυλα. Έβρισκε τις ωοθήκες και τις αφαιρούσε. Με ένα σουβλί και βελόνα έραβε την τομή ενώ η γουρνοπούλα είχε ξεσηκώσει το χωριό από τα γκουΐσματα. Τις πιο πολλές φορές δεν έπαιρνε αμοιβή, δεν είχαν ακόμα βγει τα φακελάκια.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.