Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ - Ζ' ΜΕΡΟΣ

Κείμενο Χρήστος Α. Κουτσούγερας, σύνταξη και επεξεργασία Νίκος Αϊβαλής και Ελπίδα Ζωγραφίδου, αρχείο Αρκαδικού Βήματος - Εν Άστρον

Ανάγκη για τους άντρες ήταν και το κούρεμα των μαλλιών τους. Για τις γυναίκες δεν είχαν εμφανιστεί τα κομμωτήρια ακόμα. Ο πρώτος που έκανε τον κουρέα κάνα φεγγάρι ήταν ο Κολλιντζο-Τρύφωνας, στου Ντοκο-Μήτσιου το μαγαζί, που το είχε και για χασάπικο. Εκεί είχε μια μεγάλη ειδική πολυθρόνα για να κάθεται ο πελάτης για το κούρεμα και την οποία στη συνέχεια πήρε ο Λισσαίος ο Κατσούλης που τον είχε κουνιάδο και έκανε πραγματικό κουρείο με τα όλα του που λέμε, κουρευτικές μηχανές, πινέλα, ξυράφια, πούδρες, κολόνιες, καθαρές κάτασπρες πετσέτες, μεγάλο καθρέφτη, μικρά πετσετάκια για το ξούρισμα. Όλα στην εντέλεια. Ο μπαρμπα-Λισσαίος όταν κούρευε, φορούσε απαραίτητα τη λευκή του μακριά μπλούζα. Τις άλλες ώρες ήταν καφετζής και συγχρόνως πουλούσε υφάσματα και είδη προικός γιατί αυτό ήταν το κύριο επάγγελμα του. Μια φορά τη βδομάδα φόρτωνε κάσες με τα χρωματιστά υφάσματα στη γαϊδούρα του και γύριζε αργά αργά τις γειτονιές σφυρίζοντας με μια ωραία γυαλιστερή ντρουμπέτα, να τον ακούσουν οι πελάτισσες νοικοκυρές να βγούνε έξω να ψωνίσουν.

Το νόμισμα που επικρατούσε ήσαν το αυγό, όπως καλή ώρα τώρα έχουμε το ευρώ, που ήρθε και εκτόπισε τη δραχμή αλλά μας έκαψε τη γούνα με την ακρίβεια. Και ο μπαρμπα-Χαράλαμπος ο Κοκκινάκος που είχε εμπορικό κατάστημα στο ισόγειο του σπιτιού του έκανε εβδομαδιαίες εξόδους με τη φορτωμένη γαϊδούρα του, διαλαλώντας την πραμάτεια του: "ντρίλια, πανιά, αλατζιάδες, μαντίλια, αυγά, τομάρια για πούλημααααα!" και ξεφούρνιζε κάτι έξυπνο όπως: "έτσι μου θέλω τσιε καλά κάνω τσιε τα πουλάω φτηνά, τι θα μου κάνουτε;". Τα αδέρφια ο γερο-Μήτσιος και ο Θοδωράκης Καρουτζαίοι τους λέγανε και βαρελάδες γιατί φτιάχνανε βαρέλια του κρασιού. Τα άλλα ξύλινα σκεύη, βαρέλια για το νερό, βαρέλες, τσότρες, καδιά για το βούτυρο και καρδάρες, τις παίρνανε από τη Βυτίνα, τους ξακουστούς τεχνίτες του ξύλου. Στη Καμενίτσα ένας τέτοιος μάστορας που είχε βγάλει όνομα, ήταν ο μπαρμπα-Θωμάς. Αλλά και ορισμένες γυναίκες διακρίθηκαν και είχαν την ειδικότητα τους, όπως η κυρα-Σιομπέτενα, η κυρούλα του γερο-Σκεμπέ ήτανε μαμή, η θεία Λιού των Τσαρουχέων που τα έτσουζε και λιγάκι και η κυρά Λεούσα του μπαρμπα-Φώτη του Κατσούλη που ήτανε μοναδική. Τότε οι γυναίκες γεννούσαν στα σπίτια. Δίπλα στο τζάκι γεννηθήκαμε και το παραγώνι (χώρος μπροστά στο τζάκι) ήταν η πρώτη μας θερμοκοιτίδα. Και όποιος αντέξει.

Βυτίνα

Τις κτηνιατρικές του υπηρεσίες πρόσφερε ο γερο-Ταργατζής, ο γερο-Τρύφωνας ο Κατσούλης ο Τσετσές μόνο που αυτός εχρησιμοποιούσε ξόρκια ανακατωμένα με ευχές που μόνο αυτός ήξερε και μάλιστα δεν τις έλεγε σε κανένα. Αν παρ' όλα τα γιατροσόφια το άρρωστο ζώο άλογο ή μουλάρι δεν πήγαινε καλύτερα το πήγαιναν τη νύχτα στην εκκλησία και έκαναν τρεις γύρους, γύρω γύρω. Για τα κατάγματα των ποδιών, των χεριών, τα στραμπουλήγματα, ξεκουπιάσματα στους ανθρώπους και στα ζώα που ήτανε συνηθισμένα φαινόμενα, ειδικός ήτανε ο γερο-Λαγός από την Καμενίτσα, που η φήμη του είχε απλωθεί σε ολόκληρη τη Γορτυνία και τη βόρεια Μαντινεία. Γι' αυτά τα περιστατικά είχαμε κατά καιρούς διάφορους και τελευταία τον Βασίλη Παπαναστασίου Ματζιουράνη. Οδοντογιατρός δεν υπήρχε και όταν ήρθε στο Λεβίδι κανένας δεν πήγαινε στο ιατρείο του, παρά άφηναν τα δόντια τους να πέφτουν ένα ένα μέχρι που το στόμα τους γινότανε όπως λέγαμε "παπούτσι". Όλοι οι χωριανοί μας ήσανε φαφούτηδες. Μερικές γυναίκες ήσανε ειδικές στο ξεμάτιασμα και για να τους έχουν εμπιστοσύνη ο κόσμος, έλεγαν ότι τη βασκανία την παραδέχεται και η θρησκεία. Φαινόμενα τέτοια και πιο σοβαρά που καλλιεργούνται από κομπογιανίτες τσαρλατάνους και από το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο που βρίσκεται ο κόσμος, υπήρχαν από ανέκαθεν. Τι πικραγγούρια, τι κίτρινο υγρό του Καματερού, τι γιατροί δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. Άσε τα θαύματα, από εικόνες, από τίμιο ξύλο, λες και υπάρχει και άτιμο. Όλες αυτές οι συμπεριφορές δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να αναδείχνουν το πνευματικό μας επίπεδο που βρίσκεται πολύ χαμηλά. Δεν μου φεύγει από το μυαλό το εξής περιστατικό που θυμάμαι εδώ και εβδομήντα τόσα χρόνια. Πήγαινα στην Τρίτη τάξη του Δημοτικού, ήμουν οχτώ χρονών. Μια μέρα την ώρα που σχολάγαμε για μεσημέρι, έτυχε να βρέχει και να φυσάει δυνατά. Στη μεγάλη πόρτα του σχολείου καθώς βγαίναμε, στεκόταν μια γυναίκα, μάνα, με ανασηκωμένη τη μπελερίνα της στο κεφάλι για να προφυλαχτεί από τη βροχή. Στο χέρι της κρατούσε ένα ποτήρι μικρό και μας παρακαλούσε να φτύνουμε μέσα. Θυμάμαι που εμείς τα παιδιά κάνοντας καλαμπούρι, φτύναμε από τη βιασύνη και απ' έξω από το ποτήρι στο χέρι της γυναίκας, που ήρθε σ' εμάς για να μαζέψει τα σαράντα φτύματα και να τα δώσει να τα πιει το ματιασμένο παιδί της και να γίνει καλά. Αυτά.

Καμενίτσα

Μέχρι το 1930 το χωριό δεν είχε δικό του γιατρό Βλαχερναίο. Είχε όμως γιατρούς στο Λεβίδι, τον γερο-Προκόπη Κουτσουράκη, έναν κανακάρη που είχανε κάνει συμφωνία, σύμφωνα με την οποία θα πλήρωναν οι κάτοικοι όποιο γιατρό ήθελε ο καθένας, εφ άπαξ για ένα χρόνο και όχι κατά επίσκεψη. Ο γιατρός ήταν υποχρεωμένος να κάνει κάθε βδομάδα επίσκεψη αλλά και σε έκτακτες περιπτώσεις που ήσαν βαριά ασθενείς. Είχε άλογο και σε μια ώρα έφτανε. Πληρωνόταν το καλοκαίρι που γινόταν η συγκομιδή του σιταριού και έπαιρνε την ποσότητα που είχαν συμφωνήσει. Σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις μπορούσαν να καλέσουν γιατρό από την Τρίπολη, με έξτρα αμοιβή.

Τρίπολη

Το χωρίο από τα πολύ παλιά χρόνια, επί τουρκοκρατίας ακόμα ήταν χτισμένο στην κατηφορική πλαγιά κάτω από το μοναστήρι της Ελεούσας, εκεί που ακόμα μπορεί να διακρίνει κανείς τα χαλάσματα. Δεν ήταν σπίτια παρά τρώγλες ίσια ίσια που να προστατεύουν τις οικογένειες από τη βροχή το χιόνι και το κρύο. Κι αυτό για να είναι απόμερα στο σκάπετο και να μη φαίνονται από το δρόμο που περνοδιάβαιναν οι Τούρκοι. Όταν έγινε η απελευθέρωση κατέβαιναν σιγά σιγά προς τα κάτω στη ρεματιά κι έφτασαν μέχρι τη Μεσαία Βρύση. Νερό φέρνανε με κουριαλό από τη Μάνα. Ήσαν δέκα δώδεκα οικογένειες όλες κι όλες και έχτισαν φτωχικά βέβαια αλλά κάπως υποφερτά τα πρώτα τους σπίτια. Κατά το 1900 έφτιαξαν και την εκκλησιά, τον Άγιο Θανάση. Έκαμαν χώρο οι Κουτσουγεραίοι και ο γερο-Παύλος ο Κατσούλης για να έχει λίγη άπλα. Ο γερο-Παύλος έβαλε σαν όρο να μπορεί να κάνει τον τάφο του σε μια γωνιά κι αυτό έγινε. Έτσι άρχισαν να ξεφυτρώνουν και τα πρώτα πρώτα μαγαζάκια. Είχανε τον χαρακτήρα μπακάλικου και καφενείου για να εξυπηρετούνται όλοι και οι πελάτες και οι μαγαζάτορες. Τέτοιο μαγαζί το πρώτο ήταν στου γερο- Λολώνη που το είχε νοικιάσει σε Λεβιδέους, Κολοτούρος ήταν το όνομα τους. Του Βρέντα του Καραμπάλα ήτανε καλό μαγαζί και το έκανε καλύτερο ο γιος του ο Θανάσης που ήξερε και γράμματα και ήτανε τέλειος στη δουλεία του. Και στα άλλα Βρεντέϊκα ισόγεια άνοιξαν κατά καιρούς καταστήματα. Στο Βαγέϊκο ισόγειο ο γερο-Βάγιας είχε μαγαζί και θυμάμαι που είχε μέσα κοντά σε ένα τραπέζι ναργιλέ. 

Μονή Παναγίας Ελεούσας Βλαχέρνας

Στα Ξουραφέϊκα έγιναν μαγαζιά μάλιστα στου γερο-Τσιούλου, είχε νοικιασμένο ο γερο-Δημοσθένης ο Ρούνης και το είχε γεμίσει για τα καλά με εμπορεύματα αξίας. Στα κατοπινά χρόνια το λειτουργούσε ο μπαρμπα-Φίλιππας, κούτσα κούτσα για να περνάει την ώρα του και να έχει τα απαραίτητα ένσημα για τη σύνταξη του Τ.Ε.Β.Ε. Παλιότερα στα Παπαχρονέϊκα ο γερο-Γαλίτσας ο Τρύφωνας είχε μαγαζί. Όταν έβγαινε κανείς από το σπίτι και πήγαινε σε εκείνη την περιοχή που περιγράφω έλεγαν στο σπίτι: "πάει στα μαγαζιά". Το ισόγειο του γερο-Πέτρου του Κατσούλη παλιά το είχε νοικιάσει ο γερο-Ψεύτης όταν ήρθε από την Αμερική. Στυ Ξουράφη ο γερο-Λότης, που τον είχε στη δούλεψη του ο έμπορος Θοδωρέλος από το Λεβίδι, μάζεβε το γάλα από τους τσιοπάνηδες και το τυροκομούσε. Έτσι μπόρεσε και σπούδασε τα παιδιά του, τον έναν τον έβγαλε γιατρό μαιευτήρα και τον άλλο καθηγητή μαθηματικών. Καθώς κατέβαινε το χωριό και απλωνόταν προς τα κάτω, μετατοπιζόσαν και τα μαγαζιά, η αγορά. Έτσι έγινε για πολύ διάστημα κέντρο, του μπαρμπα-Λισσαίου το καφενείο - κουρείο και κατάστημα υφασμάτων αλλά και ειδών μπακαλικής μαζί. Στον χώρο έξω από το μαγαζί γινόσανε χοροί και γλέντια τρικούβερτα της Παναγιάς στο πανηγύρι και τις Απόκριες, αλλά και στου Βρέντα το καφενείο στον αιωνόβιο πλάτανο γινόσανε χοροί τέτοιες ημέρες.

Βλαχέρνα

Στα Πανουσέϊκα ήτανε μαγαζί, στο Κουριαμπαλέϊκο ισόγειο που το είχε μανάβικο ο μανάβης Γιώργης Κουριάμπαλης. Του γερο-Τρύφωνα του Πανούση μεγάλο παντοπωλείο και καφενείο και παλιότερα στο πίσω μέρος είχε τυροκομείο, ενώ αργότερα το δούλευε ο γιος του ο Γιώργης. Και στου γερο-Τσιτάγια εκεί που είναι τώρα οι Καμάρες ήταν ένα καλύβι που το νοίκιαζε μαγαζί. Στου Λαμπίρη είχε μανάβικο ο Θοδωρής ο Ντόκος ο Λέπας. Στο δρόμο για τα Καρουτζέϊκα είχε ταβέρνα κουτούκι ο Νικόλας ο Τζιόλας ο Ζέρβας. Στο δρόμο προς τα Κολλιντζέϊκα είχε ο Κολοκοτρώνης το μαγαζί του με την ταβέρνα του. Μιλάμε για τον Νικόλα του γερο-Σωτήρου του Μπρε, για να μην γίνει παρεξήγηση με τον Κολοκοτρώνη. Πιο πέρα, ο Χαράλαμπος ο Ξουράφης είχε και αυτός το μαγαζάκι του. Το 1946 -1947 το είχανε τυροκομείο με τον Γιώργη τον Κολλίντζα. Μάλιστα εκεί δούλεψα ως τυροκόμος δυο χρόνια αμισθί. Ο Θανάσης ο Ξουράφης είχε μαγαζί στο δρόμο προς το χάνι με οικοδομικά κυρίως υλικά, χρώματα, πρόκες, βίδες κλπ. Πιο κάτω ήτανε το μεγάλο ευρύχωρο μαγαζί του Γιώργη του Βάγια που κατά καιρούς το νοίκιαζε σε διάφορους.

χάρτης περιοχής γύρω από την Βλαχέρνα

Το Τσαρουχέϊκο μακρυνάρι του Πιλότου και τι δεν ήτανε. Πόσος κόσμος και κοσμάκης δεν πέρασε και δεν ήπιε νερό στο καφενείο τα καλοκαίρια και δεν βρήκε ζεστασιά τους χειμώνες σαν περαστικός ξένος ή χωριανός, περνώντας στο δρόμο ή περιμένοντας να περάσει το λεωφορείο της γραμμής για να συνεχίσει το ταξίδι του. Παλιότερα ένα κομμάτι από το μακρυνάρι το νοίκιαζε ως γκαράζ για τα αυτοκίνητα. Το ισόγειο κάτω από το σπίτι του νοίκιασε αμέσως μετά την κατοχή η εταιρία Κολλίντζας, Λισσαίος, Κατσούλης και Πανουσόπουλος ως μπακάλικο και παντοπωλείο γενικά. Τέλος στα Καβουρινέϊκα σε μια ξελόντζα εκεί που είναι τώρα το βενζινάδικο ήτανε νοικιασμένο σε έναν σιδερά. Το ισόγειο του Ιωάννη Καβουρίνου Γούναρη είναι τώρα καφενείο. Πιο πέρα προς το Λεβίδι εκεί που είναι τώρα τα Κουνελέϊκα σπίτια ήταν από ο 1926 ο αλευρόμυλος και η πριονοκορδέλα των Γιώργη Κουτσούγερα, Γιώργη Βάγια, Κώστα Κολλίντζα και Βασίλη Κουνέλη. Μυλωνάδες είχαν τον Μιχάλη Αποστολόπουλο, τον Γιώργη Κοκκινάκο και τον μαστρο-Βασίλη από το Άργος. Απέναντι από το σχολείο είχε μαγαζί ο Τσαρούχας και δίπλα το παπουτσάδικο. Στο δημόσιο δρόμο άνοιξαν δυο βενζινάδικα, του Καβουρίνου και του Κουτσούγερα, το χασάπικο του Θανάση Τσιώλη και του γιου του Βασίλη που μεταφέρθηκε σε μια πολύ ωραία τοποθεσία στη διακλάδωση. Εκεί υπάρχουν ακόμα τα εργαστήρια αλουμινοκατασκευών των αδερφών Δρακόπουλου, Λαμπίρη και Βράκα από τη Χωτούσα. Επίσης είναι το βενζινάδικο του Γιώργου Πανούση και δίπλα πρατήριο τυροκομικών. Στο πρώτο γεφύρι στην Εθνική οδό δίπλα στην πλατεία που εδώρισε στο χωριό ο Αριστείδης Ρούνης υπάρχει το συγκρότημα του Λυκούργου Κολλιντζά και του γιου του Χρήστου που αποτελείται από τον σύγχρονο φούρνο και το εργαστήριο παρασκευής ζυμαρικών. Στου Γιώργη του Βάγια το ισόγειο εγκατέστησε μηχανήματα βιοτεχνίας πλεκτών ο Βασίλης Δρακόπουλος, μετά τον εμφύλιο αλλά για λίγο διάστημα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.