Κείμενο Χρήστος Α. Κουτσούγερας, σύνταξη και επεξεργασία Νίκος Αϊβαλής και Ελπίδα Ζωγραφίδου, αρχείο Αρκαδικού Βήματος - Εν Άστρον
Το χωριό μας η Βλαχέρνα λεγόταν Μπεζενίκος, στα παλιότερα χρόνια. Κάτα το 1926 όμως όταν έγινε από την τότε κυβέρνησηη μετονομασία χωριών ή πόλεων με σλάβικα ή τούρκικα ονόματα, ονομάστηκε Βλαχέρνα. Έδωσαν το όνομα του μικρού μοναστηριού της Παναγίας των Βλαχερνών που είναι σκαρφαλωμένο στον τρανό βράχο της καστανιάς.
"Et In Arcadia Ego", πίνακας που αναπαριστά την Αρκαδία, έργο του Αμερικάνου ζωγράφου Ντέιβιντ Λίγκαρ 2016 |
Βλαχέρνα Αρκαδίας |
Επειδή ολόκληρη αυτή η περιοχή ήταν αμυδρή και ήτανε δύσκολο να ζήσουν τα ζωντανά χωρίς νερό ιδιαίτερα το καλοκαίρι, αναγκάστηκαν να φτιάξουν μεγάλες στέρνες υπόγειες, θολωτές που τις γέμιζαν με το βρόχινο νερό και με το χιόνι που έλιωνε. Πρώτοι έφτιαξαν τέτοια στέρνα οι Τσιαπαρέοι, ακολούθησαν οι Κουτσουγερέοι που το 1865 ο γερο-Πανάγος Κουτσούγερας έφταξε στα Μαύρα Λιθάρια τρεις μεγάλες θολωτές στέρνες, ο γερο-Λυκούργος ο Κολλίντζας στη Λαγγάδα, στην Αρπακωτή ο γερο-Πλιάκος ο Παπαχρόνης και οι άλλοι Παπαχρόνηδες οι Κιτσουλέοι και τελευταία ο γερο-Κούρκαφας στο Δέντρο στα Γιαννελέκα γαλάρια. Σε αυτές τις τσοπανοκαλύβες και τα πρόχειρα φτιαγμένα με κλαριά μαντριά έδειναν τη μάχη της επιβίωσης σαν άλλοι ακρίτες οι πρόγονοι μας, γιατί έπρεπε να μένουν νύχτα μέρα δίπλα στα πράματα, γιατί εκείνα τα χρόνια τα βουνά τριγύρω ήσανε γεμάτα λύκους, που έκαναν μεγάλες ζημιές. Σε αυτό τον αγώνα, στο πάλεμα με τα πεινασμένα θεριά της φύσης είχαν για βοηθό οι τσιοπάνηδες τα τσοπανόσκυλα. Ο κάθε τσιοπάνης για κάθε κοπάδι έπρεπε να έχει δυο τσοπανόσκυλα, καλά ταϊσμένα και δυνατά για να αντέχουν στο κυνηγητό των λύκων που πολλές φορές κατάληγε σε πάλη σώμα με σώμα. Πάλη θανάσιμη. Δερμάτινους χαλκάδες (κολάρα) φόραγαν στο λαιμό στα τσοπανόσκυλα με μυτερά καρφιά προς τα έξω καλά στερεωμένα, να αποτελούν ασπίδα και να τα προφυλάνε από τις δαγκωματιές των λύκων.
Βλαχέρνα |
Κάθε μέρα μαζί με το ψωμί του τσιοπάνη πήγαινε απαραίτητα και το ψωμί για τα σκυλιά σε ξεχωριστό ταγάρι (μικρός σάκος), το σκυλοτάγαρο. Το σκυλόψωμο γινότανε από τα αποφάγια: πίτουρα, μπομπότα, ότι τέλος πάντων περίσσευε από τους ανθρώπους. Όλο αυτό το μείγμα το ζύμωνε η νοικοκυρά το έκανε μικρά καρβελάκια και το έψηνε στη γωνιά στη χόβολη ή στο φούρνο μετά το ξεφούρνισμα του ψωμιού για το σπίτι. Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Ο Μούργος, ο Ζέμπος, ο Τζιουράπης, η Ματζιώρω, ο Ντρουγκάνας τα σκυλιά με το όνομα τους το καθένα, έπρεπε να φάνε. Κι έλεγαν: ο τσιοπάνης μπορεί να μείνει χωρίς φαΐ νυστικός για μια μέρα, τα σκυλιά όμως όχι! Θυμάμαι μια φορά τον γέρο παππούλη μου που όταν έμαθε ότι ψόφισε ένα τσοπανόσκυλό μας, έκλαιγε. Τόσο πολύτιμα ήταν τότε τα σκυλιά.
οροπέδιο Βλαχέρνας |
Γύρω στις πλαγιές και στα προσήλια της Καστανιάς και του Κοφινιού είχαν εγκατασταθεί οι πρόγονοί μας, λες και ήταν ριζωμένοι, βιδωμένοι στο δικο τους ο καθένας τόπο, στο βοσκότοπο που τους ήταν απαραίτητος για τη φυσική διατροφή του κοπαδιού τους αφού τροφές βιομηχανοποιημένες δεν είχαν κάμει ως τότε την εμφάνιση τους στον τόπο μας. Τα Τσιαπαρέϊκα γαλάρια, τα μαντριά, τα Κουτσουγερέϊκα, Καβουρινέϊκα, Γιαννελέϊκα, Κολλιντζέϊκα, Κατσουλέϊκα, Τσαρουχοπανουσέϊκα, Δρακέϊκα, Ξουραφέϊκα, Καριγιαννέϊκα, Γιωργιωνέϊκα, όλες σχεδόν οι οικογένειες του Μπεζενίκου είχαν εγκατασταθεί σε κάποια τοποθεσια που την όριζαν και που δεν άφηναν άλλους να πλησιάζουν στο μέρος τους, στο βοσκότοπο τους. Όσοι είχαν μικρό κοπάδι 15 - 20 προβατίνες ειχαν μετατρέψει το κατώϊ του σπιτιού τους σε στάνη. Ελάχιστες οικογένειες δεν είχαν πράματα και ασχολούνταν αποκλειστικά με τα χωράφια. Πάντα μιλάμε για τα παλιά τα χρόνια, τα χρόνια πριν από τον πόλεμο του 1940, τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο κατά του φασισμού.
Βλαχέρνα |
Όλο κι όλο το βιός, η παραγωγή από τα γιδοπρόβατα έφτανε και δεν έφτανε για να ζήσουν οι πολυμελείς οικογένειες που σχεδόν ξυπόλυτοι με ασουλούπωτα γουρνοτσάρουχα ή τσαρούχια από λάστιχα αυτοκινήτων, τις γκουΐλες, με ξεσκισμένα ρούχα έτρεχαν πίσω από τα κοπάδια τους στα δασωμένα βουνά με κρύο με αέρα, με βροχή με χιόνι, με ξεροπάγονο με κάψα. Κανένας, μικροί μεγάλοι από την οικογένεια δεν περίσσευε. Όλοι επιστρατευμένοι στον αγώνα, χειμώνα καλοκαίρι. Άλλος με τα στέρφα, άλλος με τα γαλάρια, αυτά δηλαδή που είχαν γεννήσει και είχαν γάλα, άλλοι με τα λιανώματα, τα αρνοκάτσικα, μπουλούκι και τσιοπάνης. Άλλος να πάει με το ζώο, να βγάλει το γάλα καθημερινά έως τον Μάη και μετά άλλοι που θα αρχίσουν το τυροκομίο στη στρούγκα, οι σκουτέρηδες από το πρωί να δέρνουν το γάλα στο καδί για βούτυρο, ως αργά το μεσημέρι με το πήξιμο του τυριού και το βγάλσιμο της μυζήθρας, για να τελειώσουν στα τέλη του Αλωνάρη (Ιούλιος) με τα μαγειρέματα, που έπνιγαν όπως έλεγαν τις τραχανοχιλοπήτες. Όλο το προσωπικό σε πλήρη δράση.
Παναγία των Βλαχερνών |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.