Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ - Β' ΜΕΡΟΣ

Κείμενο Χρήστος Α. Κουτσούγερας, σύνταξη και επεξεργασία Νίκος Αϊβαλής και Ελπίδα Ζωγραφίδου, αρχείο Αρκαδικού Βήματος - Εν Άστρον

Το χωριό μας η Βλαχέρνα λεγόταν Μπεζενίκος, στα παλιότερα χρόνια. Κάτα το 1926 όμως όταν έγινε από την τότε κυβέρνησηη μετονομασία χωριών ή πόλεων με σλάβικα ή τούρκικα ονόματα, ονομάστηκε Βλαχέρνα. Έδωσαν το όνομα του μικρού μοναστηριού της Παναγίας των Βλαχερνών που είναι σκαρφαλωμένο στον τρανό βράχο της καστανιάς.

"Et In Arcadia Ego", πίνακας που αναπαριστά την Αρκαδία,
έργο του Αμερικάνου ζωγράφου Ντέιβιντ Λίγκαρ
2016

Χωριό ορεινό, που οι ανάγκες υποχρέωναν τους κατοίκους που έτυχε να γεννηθούν εκεί, να ασχολούνται με την καλλιέργεια των λίγων χωραφιών για να εξασφαλίσουν το ψωμί, σαν κύρια τροφή και συγχρόνως με την κτηνοτροφία συντηρούσαν μικρά κοπάδια με πρόβατα και περισσότερο με γίδια μιας και τα βουνά ντυμένα με πουρνάρια και κουμαριές πρόσφεραν βοσκή ανέξοδη χειμώνα καλοκαίρι. Τα γιδοπρόβατα με πολλή άνεση βόσκαγαν σε μια έκταση αρκετά μεγάλη: Αρπακωτή, Παλιοκάμινο, Καψόρραχη, Λαγγάδα, Αγκελόκαστρο, Γκουριάτς, Μαύρα Λιθάρια, Κεραμίδι, ολόκληρο το βουνό της Καστανιάς, Πεζούλια, Παλιοχώρι, Βαρδαίοι, Ξενοπλιάνικα, τον λόφο στο Κοφίνι, του Πλέσσια και λίγος κάμπος όσος δεν πνιγόταν από τη λίμνη. Σε όλον αυτόν το χώρο είχε πιάσει τη λούφα του το κάθε σόϊ, η κάθε οικογένεια ευθύς εξ αρχής από τότε που ελευθερωθήκαμε από τους Τούρκους το 1828 σαν έφυγε ο Μπραΐμης με τους στραβαραπάδες του. Ιδιαίτερα στα πλευρώματα της Καστανιάς στήσανε κονάκια, στανοτοπια με πρωτόγονες εγκαταστάσεις, γαλάρια, ξελόντζες (πρόχειρη καλύβα), κορδιάσματα με φράχτες από κλαριά για να απαγκιάζουν τα πράγματα και οι καλυβες με ξερολιθιές ίσια ίσια να μπορούν να ανάβουν σε μια γωνιά φωτιά και να χωράνε τρεις τέσσερεις τσιοπάνηδες τριγύρω.

Βλαχέρνα Αρκαδίας

Επειδή ολόκληρη αυτή η περιοχή ήταν αμυδρή και ήτανε δύσκολο να ζήσουν τα ζωντανά χωρίς νερό ιδιαίτερα το καλοκαίρι, αναγκάστηκαν να φτιάξουν μεγάλες στέρνες υπόγειες, θολωτές που τις γέμιζαν με το βρόχινο νερό και με το χιόνι που έλιωνε. Πρώτοι έφτιαξαν τέτοια στέρνα οι Τσιαπαρέοι, ακολούθησαν οι Κουτσουγερέοι που το 1865 ο γερο-Πανάγος Κουτσούγερας έφταξε στα Μαύρα Λιθάρια τρεις μεγάλες θολωτές στέρνες, ο γερο-Λυκούργος ο Κολλίντζας στη Λαγγάδα, στην Αρπακωτή ο γερο-Πλιάκος ο Παπαχρόνης και οι άλλοι Παπαχρόνηδες οι Κιτσουλέοι και τελευταία ο γερο-Κούρκαφας στο Δέντρο στα Γιαννελέκα γαλάρια. Σε αυτές τις τσοπανοκαλύβες και τα πρόχειρα φτιαγμένα με κλαριά μαντριά έδειναν τη μάχη της επιβίωσης σαν άλλοι ακρίτες οι πρόγονοι μας, γιατί έπρεπε να μένουν νύχτα μέρα δίπλα στα πράματα, γιατί εκείνα τα χρόνια τα βουνά τριγύρω ήσανε γεμάτα λύκους, που έκαναν μεγάλες ζημιές. Σε αυτό τον αγώνα, στο πάλεμα με τα πεινασμένα θεριά της φύσης είχαν για βοηθό οι τσιοπάνηδες τα τσοπανόσκυλα. Ο κάθε τσιοπάνης για κάθε κοπάδι έπρεπε να έχει δυο τσοπανόσκυλα, καλά ταϊσμένα και δυνατά για να αντέχουν στο κυνηγητό των λύκων που πολλές φορές κατάληγε σε πάλη σώμα με σώμα. Πάλη θανάσιμη. Δερμάτινους χαλκάδες (κολάρα) φόραγαν στο λαιμό στα τσοπανόσκυλα με μυτερά καρφιά προς τα έξω καλά στερεωμένα, να αποτελούν ασπίδα και να τα προφυλάνε από τις δαγκωματιές των λύκων.

Βλαχέρνα

Κάθε μέρα μαζί με το ψωμί του τσιοπάνη πήγαινε απαραίτητα και το ψωμί για τα σκυλιά σε ξεχωριστό ταγάρι (μικρός σάκος), το σκυλοτάγαρο. Το σκυλόψωμο γινότανε από τα αποφάγια: πίτουρα, μπομπότα, ότι τέλος πάντων περίσσευε από τους ανθρώπους. Όλο αυτό το μείγμα το ζύμωνε η νοικοκυρά το έκανε μικρά καρβελάκια και το έψηνε στη γωνιά στη χόβολη ή στο φούρνο μετά το ξεφούρνισμα του ψωμιού για το σπίτι. Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Ο Μούργος, ο Ζέμπος, ο Τζιουράπης, η Ματζιώρω, ο Ντρουγκάνας τα σκυλιά με το όνομα τους το καθένα, έπρεπε να φάνε. Κι έλεγαν: ο τσιοπάνης μπορεί να μείνει χωρίς φαΐ νυστικός για μια μέρα, τα σκυλιά όμως όχι! Θυμάμαι μια φορά τον γέρο παππούλη μου που όταν έμαθε ότι ψόφισε ένα τσοπανόσκυλό μας, έκλαιγε. Τόσο πολύτιμα ήταν τότε τα σκυλιά.

οροπέδιο Βλαχέρνας

Γύρω στις πλαγιές και στα προσήλια της Καστανιάς και του Κοφινιού είχαν εγκατασταθεί οι πρόγονοί μας, λες και ήταν ριζωμένοι, βιδωμένοι στο δικο τους ο καθένας τόπο, στο βοσκότοπο που τους ήταν απαραίτητος για τη φυσική διατροφή του κοπαδιού τους αφού τροφές βιομηχανοποιημένες δεν είχαν κάμει ως τότε την εμφάνιση τους στον τόπο μας. Τα Τσιαπαρέϊκα γαλάρια, τα μαντριά, τα Κουτσουγερέϊκα, Καβουρινέϊκα, Γιαννελέϊκα, Κολλιντζέϊκα, Κατσουλέϊκα, Τσαρουχοπανουσέϊκα, Δρακέϊκα, Ξουραφέϊκα, Καριγιαννέϊκα, Γιωργιωνέϊκα, όλες σχεδόν οι οικογένειες του Μπεζενίκου είχαν εγκατασταθεί σε κάποια τοποθεσια που την όριζαν και που δεν άφηναν άλλους να πλησιάζουν στο μέρος τους, στο βοσκότοπο τους. Όσοι είχαν μικρό κοπάδι 15 - 20 προβατίνες ειχαν μετατρέψει το κατώϊ του σπιτιού τους σε στάνη. Ελάχιστες οικογένειες δεν είχαν πράματα και ασχολούνταν αποκλειστικά με τα χωράφια. Πάντα μιλάμε για τα παλιά τα χρόνια, τα χρόνια πριν από τον πόλεμο του 1940, τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο κατά του φασισμού.

Βλαχέρνα

Όλο κι όλο το βιός, η παραγωγή από τα γιδοπρόβατα έφτανε και δεν έφτανε για να ζήσουν οι πολυμελείς οικογένειες που σχεδόν ξυπόλυτοι με ασουλούπωτα γουρνοτσάρουχα ή τσαρούχια από λάστιχα αυτοκινήτων, τις γκουΐλες, με ξεσκισμένα ρούχα έτρεχαν πίσω από τα κοπάδια τους στα δασωμένα βουνά με κρύο με αέρα, με βροχή με χιόνι, με ξεροπάγονο με κάψα. Κανένας, μικροί μεγάλοι από την οικογένεια δεν περίσσευε. Όλοι επιστρατευμένοι στον αγώνα, χειμώνα καλοκαίρι. Άλλος με τα στέρφα, άλλος με τα γαλάρια, αυτά δηλαδή που είχαν γεννήσει και είχαν γάλα, άλλοι με τα λιανώματα, τα αρνοκάτσικα, μπουλούκι και τσιοπάνης. Άλλος να πάει με το ζώο, να βγάλει το γάλα καθημερινά έως τον Μάη και μετά άλλοι που θα αρχίσουν το τυροκομίο στη στρούγκα, οι σκουτέρηδες από το πρωί να δέρνουν το γάλα στο καδί για βούτυρο, ως αργά το μεσημέρι με το πήξιμο του τυριού και το βγάλσιμο της μυζήθρας, για να τελειώσουν στα τέλη του Αλωνάρη (Ιούλιος) με τα μαγειρέματα, που έπνιγαν όπως έλεγαν τις τραχανοχιλοπήτες. Όλο το προσωπικό σε πλήρη δράση.

Παναγία των Βλαχερνών

Όμως το μεγαλύτερο μερίδιο της παραγωγής από όλον αυτόν τον αγώνα τον εκαρπωνόσαν οι μπακάληδες, οι τυρέμποροι που εμπορεύονταν το γάλα, Λεβιδέοι ως επί το πλείστον αλλά και Ντρομπολιτσιώτες, όλοι αητονύχιδες στην κλεψιά και την εκμετάλλευση, έκαναν άνετα τη δουλειά τους μιας και όλοι οι τσιοπάνηδες ήσανε αγράμματοι και δεν μπορούσαν να ελέγχουν, να παρακολουθούν και να γνωρίζουν ούτε ποσο γάλα τους παρέδιδαν την κάθε ημέρα, ούτε τι ψώνια ψώνιζαν, αυτά που οι ίδιοι οι έμποροι έγραφαν στα δευτέρια τους. Έτσι πρόφταιναν κι έπερναν λίγο ρίζι, λάδι, σαρδέλες, μπακαλιάρο, δερμάτινες φασκιές για τσαρούχια, καμμιά τριχιά για τα ζώα. Πάντως στο τέλος όταν έκαναν το κλείσιμο του λογαριασμού, θα ήσαν χρεωμένοι στον έμπορα και καταδικασμένοι να οδηγηθούν στον ίδιο εκμεταλλευτή τους την επόμενη χρονιά, χωρίς να υπάρχει ελπίδα να αλλάξει η κατάσταση αυτή. Το καρτέλ και τότε δούλευε για τα καλά.

Το κείμενο έχει υποστεί ελάχιστη επεξεργασία ώστε να μείνει αναλλοίωτο το ύφος του συγγραφέα
(Μπορείτε να δείτε το πρώτο μέρος εδώ: Αναδρομή στην Αρκαδία - Α' Μέρος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.