Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ - Δ' ΜΕΡΟΣ

Κείμενο Χρήστος Α. Κουτσούγερας, σύνταξη και επεξεργασία Νίκος Αϊβαλής και Ελπίδα Ζωγραφίδου, αρχείο Αρκαδικού Βήματος - Εν Άστρον

Στο χωριό είχαν και λίγα μελίσσια. Εκεί που έχει την αποθήκη του ο Παναγιώτης ο Παπαχρόνης και ο γερο-Βασίλης ο Δρακόπουλος εκεί κοντά δίπλα από το σπίτι του. Πρωτόγονα πράματα. Τα είχαν μέσα σε κουβέλι (κυψέλη), σε κούφια κωλορίζια από κούτσουρο ελάτου. Το Μάη την άνοιξη που τα μελίσσια απόλαγαν, έβλεπες τη γρια Παπαδοθανάσενα να κρατάει στα χέρια δυο πέτρες και να τις βαράει ρυθμικά, σαν να βαρεί παλαμάκια φωνάζοντας σαν να έλεγε τραγούδι: "κατσ' μάνα, κατσ' μάνα", παρακαλούσε τη μάνα, τη βασίλισσα να ηρεμήσει και να συγκεντρώσει το αναστατωμένο μελίσσι γύρω της, να μη χαθεί στα βουνά. Και όταν θα μαζευόταν σα μπάλα γύρω από τη βασίλισσα ήταν εύκολο πια να το μαζέψουν το βράδυ και να το βάλουν σε καινούριο κουβέλι.

Μαίναλο

Με τις ανάγκες που εμφανιζόσαν ξεφύτρωναν και διάφοροι αυτοδίδακτοι τεχνίτες μαστόροι που με τον καιρό αποχτούσαν πείρα και είχαν την εξέλιξη και ασκούσαν επάγγελμα δίπλα στο κύριο επάγγελμα που ήταν γεωργοί. Έτσι βλέπουμε τους τσαγκάρηδες. Πρώτος ο Θανάσης ο Παπαχρόνης του Καΐρη χωμένος σε ένα σκοτεινό δωματιάκι δύο επί δύο με το κοντό τραπέζι του γεμάτο πρόκες, ξυλόπροκες, σουβλιά και βελόνες και προκαδούρα για τις σόλες. Τα αδέρφια ο Αγγελής και ο Βασίλης Σταυρόπουλοι του Θανάση του Τσιαγγούρη είχαν καλό υποδηματοποιείο, χωρίς ταμπέλα βέβαια, στο ισόγειο του σπιτιού τους. Ο Νίκος ο Κατσουλής του Τιοβίνη, στο ισόγειο του σπιτιού του. Ο Νίκος ο Παπαναστασίου με το τσαγκαράδικο στου Κωτσιαλή του Τσαρουχά το ισόγειο. Εκεί κοντά στον Νίκο έμαθε και ο Κωτσιαλής τη δουλειά. Ο Σύμος ο Τσαρουχάς στο ισόγειο του σπιτιού του, ο Κώστας ο Καβουρίνος στο ισόγειο του σπιτιού του και αυτός. Οι τρεις τελευταίοι δεν είχαν κατορθώσει να λέγονται τσαγκάρηδες, περισσότερο μπαλωμάτηδες.

τα εργαλεία του τσαγκάρη

Κάποιο φεγγάρι το 1930 ήρθε από τη Χωτούσα ένας Βράκας, τσαγκάρης καλός και άνοιξε μαγαζί με ενοίκιο στο ισόγειο του σπιτιού του γερο-Αντώνη του Κολλίντζα. Πολλές φορές όταν έκανε καλός καιρός ερχόσαν από τη Γορτυνία παπουτσήδες υπαίθριοι αυτοί κι έπιαναν κάποιο κεντρικό πόστο όπως το Λολωνέϊκο πλάτανο δίπλα στη μεσαία βρύση. Με τις μεγάλες τους μπροστοποδιές τις πάντοτε λερωμένες. Με ένα ρολό δέρμα για ξαχνάριασμα, με το σιδερένιο καλαπόδι κι έναν παλιοντενεκέ στο πλάϊ με θολό νερό για να απαλαίνουν τα σκληρά δέρματα που ήθελαν μπάλωμα. "Παπούτσια να μπαλώνωωωωω!", γύριζαν σ' όλο το χωιό, από την απάνω μεριά ως κάτω για να πληροφορηθούν όλοι τον ερχομό τους και να δώσουν ό,τι είχαν για επισκευή. Η πελατεία τους όμως δεν ήτανε πολύ μεγάλη. Λίγοι, πολύ λίγοι φορούσαν τότε παπούτσια, οι πιο πολλοί την έβγαζαν με γουρνοτσάρουχα ή γκουΐλες από λάστιχα αυτοκινήτου ή σαμπρέλες. 

η ιστορική δουλειά του τσαγκάρη

Για τις γυναίκες να μη συζητάμε. Όλες ήσαν ξυπόλυτες. Ένα ζευγάρι είχανε, ίσως το νυφικό τους αν και αυτό δεν ήτανε δανεικό, το φυλάγανε σαν τα μάτια τους και μόνο όταν πήγαιναν στην εκκλησιά τα φόραγαν. Αλλά και εκείνα όσο περνούσανε τα χρόνια δεν τους ερχόσαν, τις εστένευαν γιατί από την ξυπολυσιά φάρδαιναν τα πόδια τους και δε χωράγαν στα παπούτσια. Όσο για τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ήταν αδιανόητο να ποδεθούν. Στο σχολείο ξυπόλυτα, στις δουλείες στις πέτρες, στις λάσπες, στο χίονι. Μια συχνή πάθηση στα πόδια κάτω στα πέλματα, ήταν ο λιθαροπάτης. Από τα χτυπήματα σε πέτρες γινόσαν φλεγμονές με τεράστια αποστήματα που πόναγαν ανυπόφορα. Τους έβαζαν αναληψιάτικο βούτυρο για να μαλακώσουν και όταν τα αποστήματα σπάγανε, τους έβαζαν ελατόπισσα για να τραβήξει το πύον, για να γείανει η πληγή.

η γιορτή του τσοπάνη, στην Βλαχέρνα Αρκαδίας
μια όμορφη καλοκαιρινή εκδήλωση του χωριού

Όλες σχεδόν οι νοικοκυρές και ιδιαίτερα τις νύχτες του χειμώνα είχαν σαν ασχολία την επεξεργασία των μαλλιών από τα πρόβατα και τα γίδια. Έπρεπε να ξάνουν με τα χέρια τα μαλλιά να τα περάσουν από τα λανάρια, να τα κάνουν τουλούπες και από τις ρόκες με το αδράχτι ή τη δρούγα να τα γνέσουν μέχρι να φτάσουν στον αργαλειό να υφανθούν ή στα βελόνια να γίνουν πλεχτά. Όλα τους τα ρούχα ήσαν χειροποίητα. Ορισμένες γυναίκες, πολύ λίγες ήξεραν να φτιάχνουν το βιλάρι που το τοποθετούσαν στο λάκκο για να το υφάνουν. Περνούσαν από τις τυλίχτρες στα μυτάρια και στα χτένια μία μία τις κλωστές, δουλειά πολύπλοκη που ήθελε μεγάλη προσοχή γιατί έβαζε τις βάσεις για το σχέδιο που θα είχε το ύφασμα. Σε αυτή τη δύσκολη δουλειά αναδείχτηκαν από πολύ παλιά η κυρα-Τάσενα Κολλιντζογιαννάκη, η νονά μου που το όνομα της ήτανε Χριστίτσα, η κυρα-Μαστορίνα, η θεία Αγγέλω του Κοκκινάκου και η κυρα-Τρισεύγενη, η Γιώργενα του Βάγια. Εκεί στην αυλή του σπιτιού μου είχαν φροντίσει και είχαν μπήξει δυο τυλίχτρες, όπου επάνω τυλήγανε το βιλάρι. Έτσι είχα την ευκαιρία από πολύ μικρός να παρακολουθώ αυτή την εργασία που έπρεπε να απασχολούνται συγχρόνως έξι γυναίκες το λιγότερο. Όλα τα ρούχα που φόραγαν, γινόσαν από το ύφασμα αυτό.

γυναίκες στον αργαλειό

Κατά τη δεκαετία του 1920 εμφανίστηκε και το αυτοκίνητο, που ήταν ανάμικτο και επιβατηγό αλλά και φορτηγό. Ο Βασίλης ο Κουτσούγερας ο Σιλοχίας που ήρθε οικονομημένος από την Αμερική, αγόρασε σπίτι στην Τρίπολη και ένα αυτοκίνητο και το έβαλε στη γραμμή Τρίπολη - Μαζέϊκα. Συγχρόνως και οι Νταραίοι Χαραλαμποπουλαίοι έβαλαν στην ίδια γραμή δικό τους αυτοκίνητο αρχίζοντας έτσι έναν ασύμφορο και για τους δυο αυτοκινητιστές συναγωνισμό. Ο Βασίλης Κουτσούγερας έβαλε σωφέρ τον αδερφό του, τον Νικόλα τον Πανουτσάρα, που τον ακολούθησε σαν βοηθός ο αδεφός του ο Μπίρμπος. Μεγάλο φορτηγό είχε και ο Παναγιώτης Κοκκινάκος αργότερα. Άλλοι σωφέρ στο χωριό ήσαν ο Θοδωρής ο Κουριάμπαλης, ο Γρίβας του Φαρμάκη, ο Σταύρος του Στεφανή του Παπαχρόνη με φορτηγό δικό του, ο Σπύρος ο Παπαχρόνης ο Τσέρος, ο Γιώργος Κουνέλης και ο Λυκούργος Κολλίντζας με δικά τους φορτηγά. 

τα πρώτα αυτοκίνητα στην Ελλάδα

Ο δρόμος από την Τρίπολη ως τη Βλαχέρνα ήταν κατά τη δεκαετία του 1920 αμαξητός σκυρόδρομος χωρίς άσφαλτο. Από 'κει και πέρα προς τα Μαζέϊκα ήταν ένας άθλιος μουλαρόδρομος, χωματόδρομος στενός, με πέτρες, χωρίς γεφύρια, με λάσπες όταν έβρεχε και πολλές λακούβες. Προς τη Βυτίνα άρχισε να ανοίγεται ο δρόμος κατά τη δεκαετία του 1920 και ετελείωσε στις αρχές του 1930, ήτανε δε ο πρώτος δρόμος ασφαλτοστρωμένος και με προφυλακτική μαστορική μάντρα προς την κατηφόρα της Καμενίτσας και της Κλεισούρας. Οι δρόμοι αυτοί και τα αυτοκίνητα έκαμαν πιο εύκολη τη μεταφορά των αγροτικών προϊόντων από τα χωριά της Αχαΐας που είχανε καλές παραγωγές από τα έφορα ποτιστικά χωράφια τους. Ενώ παλιότερα ήτανε δύσκολη και κοπιαστική η μεταφορά με τα ζώα καθώς οι αποστάσεις ήσανε μεγάλες και οι δυσκολίες γινόσαν μεγαλύτερες από τις άσχημες καιρικές συνθήκες: χιόνια, βροχές, πάγοι.

Αναδρομή στην Αρκαδία - Γ' Μέρος

Αναδρομή στην Αρκαδία - Ε' Μέρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.